Translate

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

«ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ»




Τα περισσότερα τραγούδια ήταν γραμμένα για μια Μαρία, μια Κατερίνα, μια Άννα. Μοιραίες γυναίκες που ποδοπατούσαν τις καρδιές των αρσενικών και επιβεβαίωναν ότι η ομορφιά είναι μεγάλο όπλο κι ας την υποτιμούσαν όλες οι κουλτουριάρες. Όλες μοναδικές και ανεπανάληπτες που περνούσαν τη σιδερένια πόρτα του σχολείου και όλα τα βλέμματα ακουμπούσαν και ξεκουράζονταν. Τίναζαν το μαλλί με χάρη και περπατούσαν στην πασαρέλα της αυλής σίγουρες ότι όλοι οι θαυμαστές το μεσημέρι θα ξάπλωναν στο κρεβάτι και θα τις ονειρεύονταν. Άλλο πράμα, βρε παιδί μου, η σιγουριά της αποδοχής και του θαυμασμού! Σου δίνει μεγάλα φτερά και βήμα σίγουρο. Όλοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί συνοδεύουν την πορεία. Οι ωραίες του σχολείου! Μεγάλο κεφάλαιο! 

Στην άλλη όχθη κρύβονταν τα άλλα κορίτσια. Πέρασαν και χάθηκαν και κανείς ποτέ δεν τις θυμήθηκε. Χοντρούλες, με γυαλιά και σιδεράκια, αόρατες σχεδόν. Κι ας χαμογελούσαν πάντα, κι ας ήταν ευγενικές και καλοπροαίρετες, κι ας έβαζαν κι εκείνες το κόκκινο κραγιόν και το φιόγκο στα μαλλιά. Δεν τις ερωτεύτηκαν και δεν τις ονειρεύτηκαν ποτέ. Ποιος να ερωτευτεί φοβισμένους και μαγκωμένους ανθρώπους; Ποιος να προσέξει κορίτσια που περνούσαν βιαστικά και έτρεχαν να κρυφτούν στην τάξη; Να λουφάξουν πίσω από το βιβλίο κουβαλώντας μια σάκα ανασφάλειες και γιατί και κουρασμένα όνειρα πριγκηπικά αφού ποτέ δεν θα ήταν πριγκίπισσες κανενός;

Το 1985 ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας κυκλοφόρησαν το τραγούδι «κορίτσια της συγνώμης». Μια συγνώμη που ακούστηκε πρώτη φορά και ίσως και τελευταία. Τα κορίτσια έστω και προσωρινά άκουσαν μια συγνώμη για όλη την «καζούρα» και το χλευασμό που συνόδευσε τα μαθητικά χρόνια. Για όλη την απόρριψη που στοίχειωνε τα βράδια τα όνειρα τους και γέμιζε εφιάλτες τη ζωή τους. 

Δεν ξέρω αν ένιωθα κι εγώ έτσι. Δε θυμάμαι πια. Οι μνήμες απωθούνται όταν πονάνε. Αλλά σίγουρα μου οφείλει μια συγνώμη ο «όμορφος» του σχολείου για το χλευασμό του όταν τόλμησα να του στείλω μια ανθοδέσμη κέρινα τριαντάφυλλα με ένα πολύ τρυφερό σημείωμα. Απάντηση δεν πήρα ποτέ. Όλο το σχολείο όμως είχε μάθει για τη χειρονομία μου και για αρκετό καιρό κρυβόμουν μέσα στην τάξη και δεν τολμούσα να βγω στην αυλή. 

Τον συνάντησα αρκετά χρόνια αργότερα παντρεμένο με παιδί. Ακόμα αναρωτιέμαι που βρήκα το θάρρος να του εκφράσω τον έρωτα μου με το δικό μου τρόπο. Κι ακόμα τον μισώ που δε σεβάστηκε τίποτα και κοκορεύτηκε επειδή τόλμησα να τον ερωτευτώ. Η εκδίκηση είναι όμως πιάτο που τρώγεται κρύο. Δε θυμίζει σε τίποτα το γόη του σχολείου. Με λιγότερα μαλλιά, κοιλιά που θυμίζει βαρέλι και μιζέρια δημόσιου υπαλλήλου διορισμένο στα κάτεργα. 

Τον είδα να περνά από μπροστά μου φορτωμένο με πολλές έννοιες και οικογενειακά βάρη. Με κοίταξε, τον κοίταξα και συνέχισα το δρόμο μου ενώ στα αυτιά μου ακουγόταν η φωνή του Χάρη: 

Κορίτσια της συγγνώμης μες στα μάτια σας
είναι μια λύπη που δεν έχω εγώ ξεχάσει
Κορίτσια, γκρίζα, νεράιδες της αγάπης
ό,τι ήτανε να χάσω το έχω χάσει.



Η ζωή συνεχίζεται όμορφη, λαμπερή, γκρίζα, με συγνώμες, με λάθη. Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που συγχωρείς τα παιδικά αμαρτήματα. Όσο για τα κέρινα τριαντάφυλλα κάποιο ντουλαπάκι της μνήμης θα ανάβουν….

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ένα φρενάρισμα του χρόνου




Κάθε πρωί σε συναντούσα να κοιτάς τη θάλασσα σα να περίμενες νέα. Ανείπωτα και χιλιοειπωμένα συνάμα όλα. Κι ο χρόνος να σε ανταμώνει με κάθε κύμα που έσκαγε στα πόδια σου. Ερχόταν, χάιδευε τις πληγές, τις πότιζε αλμύρα κι ύστερα έφευγε προς τα πίσω βαστώντας τις δυνάμεις για αργότερα. 

Δε θυμάσαι πια πως βρέθηκες εδώ. Πάνε χρόνια. Η μνήμη ακαθόριστη. Συγγενής της ανάγκης. Ένα κύμα και τότε… Σε ξέβρασε εδώ και ρίζωσες στην άκρη του βράχου να περιμένεις τις ψυχές που σουλατσάρουν και κρατούν στα χέρια ρόγδια. Πάντα σου άρεσαν. Γλύκαιναν την προσμονή στη μέση του φθινοπώρου καρτερώντας την πρώτη σταγόνα βροχής να σου ξεπλύνει το μέτωπο. 

Στον κήπο σου είχες πάντα ροδιές! Σα μπάλες χριστουγεννιάτικες κρέμονταν από το δέντρο. Έκοβες ένα, το καθάριζες σε ένα πιάτο, έβαζες μια ρακή κι ευχόσουν: «Να είμαστε καλά να ανταμώνουμε και να τραγουδούμε». Κι αγκάλιαζες την κυρά Μυρσίνη και την τάιζες στο στόμα. Κι εκείνη ντροπαλή καθώς ήταν κοκκίνιζε σαν παπαρούνα μα μέσα της φεγγοβολούσε από αγάπη. Έσκυβε και σου χάιδευε τα μαλλιά κι ύστερα σου βαζε την τραγιάσκα μη σε κάψει ο ήλιος και χάσεις τη φρεσκάδα σου. 

Όταν φύτρωναν τα μανουσάκια όργωνες όλο τον τόπο μέχρι να τα βρεις και να της τα πας πεσκέσι να της στολίσεις τα μαλλιά τραγουδώντας : «άσε με να σε μυριστώ άσπρο μου μανουσάκι, φτερά να βγάλω να πετώ σαν το χελιδονάκι». Αποζητώντας άλλοθι για τη χειρονομία της καρδιάς! 

Πόσα τραγούδια είπες, ευλογημένε; Έχασες το μέτρημα, έχασες και τα τραγούδια. Η κυρά Μυρσίνη δεν το ήθελε. Δεν ξέρει πως έγινε. Εκείνον τον γνώρισε ένα βράδυ που βγήκε με τις φίλες της. Γυναικοπαρέες με βαμμένα νύχια και ροδαλά μάγουλα. Σπίθες έβγαλαν τα μάτια της μόλις τον είδε. Πυρετός άρχισε να την καίει και να βασανίζει το σώμα της. Κι εκείνος όμως δε μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Στασίδι της έστρωσε στην καρδιά για να καθήσει. 

Τρεις μήνες κράτησε το κρυφτό. Κι έπειτα είδε πως δεν άντεχε άλλο να ζει στην παρανομία. Ένα πρωί που εκείνος έτρεχε πάλι να της βρει μανουσάκια, έφτιαξε μια βαλίτσα με τα απαραίτητα, έγραψε κι ένα σημείωμα βιαστικό κι έφυγε σαν αερικό για την καινούρια ζωή. 

Εκείνη να ζήσει κι ο κυρ- Αντώνης να κοιτάζει το βράχο και το χρόνο που φρέναρε και σταμάτησε εκείνη τη μέρα. 

Ο κήπος δεν έχει πια ροδιές. Ερήμωσε ο κήπος, ερήμωσε και η καρδιά του. Μόνο «γιατί» γέμισε η ψυχή και παράπονο. Αλυσοδέθηκε στο βράχο να περιμένει τις απαντήσεις. Σώπασαν και τα τραγούδια. Δεν ήξερε άλλο τρόπο να ζει. Δεν είχε φανταστεί τη ζωή χωρίς τη Μυρσίνη. Εύκολα φαντάζεσαι το μαζί χώρια; 



Κάθε τέτοια εποχή κοιτώ τα ρόδια στο τραπέζι του σπιτιού μου και φαντάζομαι ένα κήπο με ροδιές και τον Αντώνη να ταϊζει τη Μυρσίνη. Φαντάζομαι το μάγουλο της να ακουμπάει το δικό του κι εκείνον να χαμογελά. Κι ο βράχος εξαφανίζεται και ο κήπος γεμίζει μανουσάκια και χρώματα και αρώματα και μοσχοβολά ο κόσμος αγάπη.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΙΑ ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ




Είναι κάποιες μορφές που μοιάζουν με αγιογραφίες. Λες και δραπέτευσαν μια νύχτα με μπουνάτσα από το εκκλησάκι του Άι – Λια στην κορφή του βουνού και κατηφόρισαν για τον κάμπο. Κι έχουν εκείνη την απόκοσμη αχερόντια αύρα και τις νύχτες γίνονται αετοί και πετούν πάνω από την Κρήτη.

Έπρεπε να φύγω από το νησί, να μεγαλώσω, να ανοίξω τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοιχτα για να τους δω και να τους αφουγκραστώ. Όταν τα πράγματα είναι δίπλα σου τα θεωρείς δεδομένα και νομίζεις πως έχεις χρόνο να τα δεις. Είσαι και μικρός και άμυαλος, ανυποψίαστος για το θησαυρό που υπάρχει φανερός και διαθέσιμος. Εσύ ψάχνεις για τους άλλους τους κρυμμένους, τους καταχωνιασμένους στα έγκατα της γης. Τους άλλους, τους ανήλιαγους. Θαρρείς πως η σοφία κρύβεται στα μεγάλα, στα ξενόφερτα, στα άπιαστα και αθώρητα, κι αυτή είναι δυο βήματα από το δικό σου κέντρο, μια ανάσα από τη δική σου ανάσα, ένα βλέμμα από τη δική σου θωριά.

Όμορφο που είναι να μπορείς να πλέκεις τις λέξεις! Να κάνεις ρίμα και με ένα τετράστιχο να ανασταίνεις τη ζωή, να καταπατείς το θάνατο, να καλωσορίζεις τον έρωτα, να αποχαιρετάς τις αγάπες σου, να αγκαλιάζεις με τα αχ! του αναστεναγμού το μυστήριο της πεθυμιάς των ανθρώπων! Σε ένα τετράστιχο! Εκεί μετράς τις ανάσες της μνήμης και την απεραντοσύνη της θλίψης.

Οι ριμαδόροι ζουν ανάμεσα μας. Οι μαντιναδολόγοι του έρωτα και της αγάπης μυριόχρωμοι και αυτόφωτοι έχουν την πένα της μνήμης. Καταγράφουν όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης πορείας από το κλάμα μέχρι το γέλιο, από τον έρωτα μέχρι το χωρισμό, από το τίποτα μέχρι το ουσιαστικό, από τη ζωή μέχρι το θάνατο, από τη θλίψη μέχρι τη χαρά. Σαν την παλέτα του ζωγράφου, σαν το ουράνιο τόξο, σαν τη λύτρωση που φέρνει ο ήλιος, σαν ανεμώνα στη μέση του χειμωνιάτικου κάμπου. Έχουν χιονισμένα μαλλιά, βλέμμα ακέραιο και βαθύ, ματιά ήρεμη και σίγουρη, σοφία ζωής που περιπλανήθηκε στα επουράνια κι άγγιξε τα εγκόσμια για να μεταφέρει το μήνυμα του χρόνου.

Ο Μήτσος Σταυρακάκης αφήνεται στη μοίρα του καιρού και γράφει:

Γυρνά του χρόνου ο καιρός

Σαν το δαιμονισμένο

Κι εγώ κεράκι αφτούμενο

Στη δίνη των ανέμω.

Σε ένα άλλο γύρισμα ζωής ενός κύκλου που κλείνει κι εσύ καλείσαι να το δεχτείς λέει:

Εσύ που με δασκάλεψες

Ήντα θα πει αγάπη

Στου χωρισμού σου μάθε με

Να ζω τον εφιάλτη.

Εγώ μεγάλωσα με ένα μεγάλο ποιητή. Μειλίχιο και ήρεμο. Ένα πράο άνθρωπο που ποτέ δεν έλεγε πολλές κουβέντες. Μιλούσε με τετράστιχα και πάντα χαμογελούσε. Αν είχε κλέψει και κανένα γλυκό παραπάνω από το ντουλάπι, κρυφά από τη γυναίκα του, κελαϊδούσε. Ο θείος Γιώργης. Γιώργης Αεράκης. Μας μάζευε πιτσιρίκια μας έβαζε να καθήσουμε γύρω από τη ξυλόσομπα και άρχιζε τον αυτοσχεδιασμό. Είχε πάντα να πει μια καλή μαντινάδα μα τις καλύτερες τις κρατούσε για τη γυναίκα του. Κοντά σαράντα χρόνια μαζί αγαπούν βαθιά ο ένας τον άλλο και ανησυχούν. Γιατί εντέλει, αυτό είναι αγάπη: Ανησυχία. Για τη Σοφία του έχει πάντα την πιο όμορφη μαντινάδα. Ο θείος Γιώργης με τα γελαστά μάτια. Κι ας μην ξέρει καλή ορθογραφία, κι ας μην έγινε ποτέ διάσημος ριμαδόρος στην Κρήτη, κι ας παλεύει ακόμα με τα χώματα και ξεχνά να ζήσει. Για όλους εμάς που τον ξέρουμε είναι ο δικός μας ποιητής, ο ποιητής της καρδιά μας, ο δικός μας τεχνίτης του λόγου. Κάποτε κοιτώντας τη Σοφία στα μάτια της είπε:

Όντε ποθάνω στην καρδιά

Να κάμεις νεκροψία

Σ’ όλα τα φύλλα θα βρεθεί

«αγάπη μου Σοφία».

Και σε κάποια άλλη ανύποπτη στιγμή μας είπε:

Τέσσερα φύλλα έχει η καρδιά

Όμως δεντρό δεν έναι

Κι αν την πληγώσεις φαίνεται

Στα μάτια μου που κλαίνε.

Ένας φίλος μου έλεγε κάποτε πως πριν πεθάνει ο άνθρωπος πρέπει να φυτέψει ένα δέντρο, να κάνει ένα παιδί και να γράψει ένα ποίημα. Εγώ θα προσθέσω πως πριν αφήσουμε αυτό τον κόσμο πρέπει να αξιωθούμε μια σπουδαία μαντινάδα που θα πει μόνο για εμάς ένας μεγάλος έρωτας. Κι ύστερα μπορούμε να αναχωρήσουμε χορτασμένοι από αγάπη και ποίηση!