Translate

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΝΑ ΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ




Τους ανθρώπους τους καταλαβαίνω καλύτερα από τα γραπτά τους. Σα μανιακή μάζευα πάντα σημειώματα και γράμματα. «Σ’ αγαπώ να προσέχεις», «Υπομονή. Ζωή είναι και θα περάσει», «Ήρθα αλλά έλειπες. Θα ξανάρθω», «Συγνώμη που δεν κατάλαβα», «Θέλεις το βράδυ να πιούμε;», «Χρόνια πολλά γλυκιά μου», «Έρχεται ο Μάλαμας. Θα πάμε;», «Αγάπη, θα μαγειρέψω το μεσημέρι», «Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις», «Η Μαριλένα μέθυσε χθες κι έμεινε στο σπίτι μου. Μην ανησυχείς», «Εμείς θα αγαπιόμαστε μέχρι το τέλος», «Για πάντα ονειροπόλοι. Για πάντα φίλοι».

Καμιά φορά σκέφτομαι πως δε θα έπρεπε να μιλάμε. Μόνο να ανταλλάζουμε σημειώματα, ραβασάκια, με αγάπη, με θυμό, με αγανάκτηση, με προσδοκίες, με αυταπάτες. Δε μου αρέσει να μιλώ. Αγαπώ να γράφω. Όταν μιλώ φαίνομαι άδικη. Είναι σα να μηδενίζω το κοντέρ κι αντί να αρχίζω να πατάω γκάζι σιγά – σιγά, πατάω φρένο. Ποιος το ανακάλυψε κι αυτό; Αναπηρία να πατάς πάντα φρένο. Πάτα το γκάζι, μωρέ, και όπου πάει!

Γι’ σου λέω να μη μιλάμε. Μόνο να γράφουμε. Kαι να ‘χει πάντα υστερόγραφα αφού πάντα θα ξεχνάς κάτι σημαντικό να αναφέρεις. Χωρίς παράπονα και γκρίνιες. Μη μείνουμε στην αιώνια σιωπή κλαίγοντας με αναφιλητά και θρήνους. Οι άνθρωποι αγαπιούνται όμορφα στα κείμενα. Πραγματικά αγαπιούνται. Στοιχίζουν τις λέξεις και στολίζουν λευκά τετράδια. Όμορφες που είναι οι λέξεις! Όλη η ζωή μας λέξεις. Άλλοτε ξεφτισμένες κι άλλοτε λαμπερές, καινούριες! 

Άλλοι μετρούν το χρόνο σε εποχές κι εγώ σε σημειώματα και σε μηνύματα. Το λες και παράνοια. Αυτά είναι τα σημάδια μου απάνω στους ανθρώπους. Αυτά είναι και τα δικά μου πάνω σε εκείνους. Να τους διαβάζω και να με διαβάζουν. Γυμνές αλήθειες. Ακίνδυνες και αποτελεσματικές. Να ανάβεις τσιγάρο και να διαβάζεις. Να αντέχουν τα μάτια σου το φως των λέξεων. Να έρχεται η εικόνα του άλλου την ώρα που πασχίζει να βρει λέξεις και φράσεις. Και στον αέρα να μυρίζει πάλι άλλη μια νέα υπόσχεση αθανασίας!

Να μου γράφεις. Να αφήνεις σημειώματα στον τοίχο μου, ραβασάκια στην πόρτα μου. Δεν έχω άλλες αλήθειες. Πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβομαι. Δεν έχω άλλο. Τα υπόλοιπα ασήμαντα, γκρίζα, μοναχικά. Έτσι θα αποπλανήσεις τη σκέψη μου, έτσι θα αποπλανήσω τη δική σου. Και τώρα που μεγαλώνουν οι μέρες είναι οι υπερβάσεις μου.

Θα σου γράφω. Γι’ αυτό έγινα γραφιάς. Για να ζήσω. Δεν έχω άλλο. Δε μπορώ αλλιώς. Η φαντασία μου πάντα με στρίμωχνε σε ένα σκοτεινό ντουλάπι όταν αντίκρυζα την πραγματικότητα. Από παιδί μόνο να γράφω ήθελα. Να γράφω στους άλλους. Να ‘χουν μια αλήθεια μου για να με μάθουν. Να ανοίξω ένα παραθυράκι για γνωριμίες…

Κοιτάζω το κουτί με τα σημειώματα. Όλη μου η ζωή λέξεις. Λεκέδες σε λευκά χαρτιά. Υποσχέσεις για το άπειρο. «θα σ’ αγαπώ ως το τέλος»! Το κράτησα αυτό. Ως το τέλος! Οι χρησμοί μου όλοι εδώ μέσα. Σ’ αυτό το τέλος των ανθρώπινων σχέσεων. Σ’ αυτό το «πάντα» που έμεινε απύθμενη αλήθεια. 



«Αν μου χαϊδέψεις το φόβο δε θα σε δαγκώσω»! Είχα χρόνια να το διαβάσω….

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΣΚΟΤΩΣΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟ




Θα μιλήσουν κάποτε οι ζωές. Χωρίς μάσκες και στολές. Χωρίς κολομπίνες και ιππότες. Σε όλη μου τη ζωή έβλεπα μάσκες. Άλλες τις φόρεσα κι εγώ κι έγινα σπουδαίος άνθρωπος. Το απαιτούσαν οι καιροί. Πώς αλλιώς να κατακτήσεις τον κόσμο; Πώς αλλιώς να κερδίσεις την αθανασία;

Η μάνα μου ήθελε να με ντύνει κοκκινοσκουφίτσα, πριγκίπισσα, ινδιάνα. Κοριτσίστικα πράγματα. Εγώ ήθελα να γίνω μπαλόνι. «Πώς θα ντυθείς μπαλόνι, παιδάκι μου; Πού θα βρούμε στολή τέτοια ώρα;» Χωρίς στολή. Θα λέω ότι είμαι μπαλόνι. Θα ζωγραφίσω τη λέξη στο μέτωπο μου. Να με πιστέψουν όλοι. Δε θα λέω ψέματα. Ποτέ δε λέω. Γι’ αυτό υποφέρω. 

Οι άλλοι έψαχναν πάντα στις ντουλάπες παλιά ρούχα. Τα φορτώνονταν σα βάρη ανθρώπινα και τα κουβαλούσαν όλη τη νύχτα. Το ζητούμενο να μη σε αναγνωρίσουν. Να σε φιλέψουν καραμέλες και φεύγοντας με το κεφάλι σκυφτό για μια στιγμή να γυρίσεις, να βγάλεις τη μάσκα και να δείξεις ταυτότητα. 

Θέλω να ξαναδώ εκείνη την ταινία. Τα χρόνια που πέρασαν χωρίς να καταλάβεις πως δε θα ξανάρθουν. Τακτοποιημένη η ζωή σου δεν ήταν ποτέ. Θαρρώ πως ούτε θα γίνει. Ζηλεύω τους ανθρώπους που τα τακτοποίησαν όλα σε μια νύχτα. Μόλις άγγιξαν τη δεκαετία των μεγάλων. Πώς έβαλαν το όριο; Πώς ήξεραν τη στιγμή που μεγάλωσαν; Πού βρήκαν αυτή την όμορφη μάσκα; 

Η μάνα μου ήθελε πάντα κοριτσίστικα πράγματα. Κι εγώ ήθελα να γίνω μια σταλιά και να πετάξω. Να ντυθώ φως, αέρας. Να νικήσω τη βαρύτητα. Να νικήσω τις σιωπές. Ακόμα αυτό θέλω. Αντιστέκομαι στην κοριτσίστικη στολή. Τόση επιβεβλημένη χαρά πώς να τη διαχειριστώ; Δε μου άρεσε ποτέ ο χορός. Ένιωθα άβολα. 

Κι όταν μεγάλωσα άλλαξα πόλη. Κι άκουσα κλαρίνα. Και είδα φωτιές. Φτιάχναμε σφυροδρέπανα στα πρόσωπα και βγαίναμε στον κόσμο. Χωρίς μάσκες. Μόνο με σφυροδρέπανα. Επανάσταση το λέγαμε. Κι αυτό. Και δεν αλλάξαμε ποτέ τον κόσμο. Κανείς δε μας ακολούθησε. Όλοι φορούσαν στολές. Εμείς ζωγραφίζαμε. Λίγοι ήμασταν. Μπορεί να ήμασταν και μικροί. Και πιστεύαμε ότι κάποτε θα γίνουμε πολλοί. 

Τις σιχάθηκα τις Απόκριες. Κατάλαβα την υποκρισία. Όλοι αγαπιούνται εκείνη τη μέρα. Την επόμενη όμως ξυπνούν και καταλαβαίνουν την αλήθεια. Δεν αφηγήθηκαν ποτέ ένα παραμύθι. Και τι πειράζει; Πόσες αλήθειες θα θυμηθείς φεύγοντας; 

Όταν μου έδιναν το χαρταετό να τον κρατήσω τον άφηνα ελεύθερο. Και η αδερφή μου πάντα έκλαιγε. Δε μου άρεσαν τα σκοινιά και οι σπάγκοι. Γι΄ αυτό φοβόμουν και τις μαριονέτες. Ελεύθερα πρέπει να είναι τα πράγματα. Να προχωράνε στο φως χωρίς σκοινιά. Να φτάνουν στην ελευθερία με βήματα σταθερά. Να γίνονται αέρας. 

Δεν κατάφερα ποτέ να ντυθώ μπαλόνι. Δεν ξέρω αν καταφέρω ποτέ να είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Μάλλον δε θα μπορέσω. Δε θα συμφιλιωθώ ποτέ με τα γελαστά και χαρούμενα πρόσωπα που έχει ο βασιλιάς καρνάβαλος. Γι’ αυτό τον δολοφόνησα εκείνο το βράδυ στη μεγάλη φωτιά της πόλης την ώρα που όλοι έπιναν κρασί και χόρευαν τσάμικο.

Εγώ ήθελα να ντυθώ μπαλόνι αλλά η μάνα μου δε βρήκε στολή. Δεν προλάβαινε.



Γι’ αυτό σου λέω: Πάρε με μια αγκαλιά!

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ




Ορκισμένη εχθρός του Βαλεντίνου. Βλέπεις, δεν τα είχα και ποτέ καλά με τους Αγίους. Δεν τα πήγα ποτέ καλά και με τα κομμένα τριαντάφυλλα, τα ραβασάκια, τα σοκολατάκια καρδούλες και όλα τα κόκκινα, φανταχτερά περιτυλίγματα. Πάντα πίστευα πως ο έρωτας και η αγάπη δεν χρειάζονται τελάλη και τυμπανοκρουσίες. Έρχονται αθόρυβα, ριζώνουν και φωτίζουν τα εσώτερα σκοτάδια. Σου δίνουν ένα χέρι να πας παρακάτω, να κοντοσταθείς, να αμφιβάλλεις, να μοιραστείς, να χαθείς, να πελαγοδρομήσεις, να βρεις, να χάσεις, να ανταλλάξεις. Ένα ατέλειωτο αλισβερίσι, ένα «δουναι και λαβειν» χωρίς οφειλές, ζυγαριά και χρωστούμενα.

Διαβάζω την είδηση. «Περίπου έξι χιλιάδες χρόνια κείτονταν αγκαλιασμένοι κάτω από τη γη ένας άνδρας και μια γυναίκα. Αυτή η σπανιότατη, διπλή, αδιατάρακτη ταφή ήρθε στο φως κατά την περσινή ανασκαφική περίοδο στη θέση Ξαγκουνάκι, που βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο του σπηλαίου Αλεπότρυπα Διρού, προς τα βόρεια». 

Κι ύστερα πέφτει το μάτι μου και σε μια δεύτερη : «ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Ελλήνων της Αυστραλίας πέθαναν ο ένας μετά τον άλλο με διαφορά λίγων μόλις λεπτών. Όταν η αγαπημένη σύζυγός του πέθανε, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης βγήκε έξω για να καπνίσει ένα τσιγάρο προσπαθώντας… να συνειδητοποιήσει; Να το πιστέψει; Περίμενε λίγο, μέχρι να έρθει στο σπίτι ο μεγάλος τους γιός, και αμέσως μετά άφησε κι αυτός την τελευταία του πνοή, ακολουθώντας τη γυναίκα του στο θάνατο». 

Μακάριοι όσοι αξιώθηκαν ένα μεγάλο έρωτα χωρίς στεγανά και απαγορεύσεις. Και εκείνοι μπορεί να μη γιόρτασαν ποτέ Βαλεντίνους με κάρτες και καρδούλες. Συνένοχοι στο ίδιο «έγκλημα» πορεύτηκαν μαζί στον ίδιο χωροχρόνο, με διαφωνίες, με αλήθειες, με ψέματα, με στραβά, με ίσια, με δυσκολίες, με όλα τα ανθρώπινα. Κι αναρωτιέμαι καμιά φορά αν όλοι εμείς που διατυμπανίζουμε την ελευθερία μας, που παλεύουμε σθεναρά για ανεξαρτησία, που γκρινιάζουμε για το λίγο χώρο που μπορεί να καταλάβει κάποιος στη ζωή μας, που αρνούμαστε να μοιραστούμε κομμάτια ζωής, που ξορκίζουμε κάθε συνέχεια και αναζητούμε μονάχα τη στιγμή, μήπως τελικά έτσι κρύβουμε την αδυναμία μας;

Ο έρωτας δε σου δίνει ραντεβού. Έρχεται απρόσκλητος επαναστάτης και σου ανατρέπει όλα τα κουτάκια. Δεν είναι τυπικός. Δεν μπαίνει σε καλούπια. Δε στριμώχνεται αλλά στριμώχνει. Δε γιορτάζει μια φορά το χρόνο, ούτε καν γιορτάζει. Δίνει μια και σου αλλάζει το χρόνο, το χώρο, την όψη, το μέσα σου, τα βήματα σου. Τινάζει από πάνω σου τα χρόνια, τα χιόνια, τις βροχές και φέρνει λιακάδες. Ολόφωτες μέρες και νύχτες αγρύπνιας. 

Μην ξεγελιέσαι. Το πάντα δεν έχει θέση. Το ξέρω. Δεν έχει θέση όμως και το ποτέ. Ο έρωτας θα σε βρει όπου και να ‘σαι. Και τότε μην προσποιηθείς ότι δεν τον είδες. Μην αφεθείς να καίγεσαι στην ηδονή του μόνου. Η ζωή αξίζει μόνο για κάτι τέτοια χτυποκάρδια. Για όλες εκείνες τις στιγμές που η πυξίδα θα πάψει να δείχνει το βορά. Για όλα εκείνα τα βράδια που οι δείκτες του ρολογιού θα έχουν κολλήσει στο παρά λίγο. Για τις αργόσυρτες μέρες που θα μαζεύεις τα κομμάτια σου και θα είσαι ζωντανός. Για τις θύμησες που θα ‘χεις κάποτε από εκείνη την εποχή της αναμονής με το αγκάθι να τσιμπάει την καρδιά. 

Το πάντα δεν έχει θέση. Το ξέρω. Μπορεί όμως και να είσαι από εκείνους τους τυχερούς. Κι αν δεν τολμήσεις δε θα το μάθεις ποτέ. Μόνο που πρέπει να πας πρόσω ολοταχώς για το φως. Χωρίς πρέπει και προσδοκίες. Απλά να πας, να προχωρήσεις χωρίς το μονό σεντόνι που σε κάνει αόρατο, χωρίς το προσωπείο της παντοδυναμίας και του νικητή. Ο έρωτας δεν έχει νικητές. Έχει μόνο χαμένους. Κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα μπαούλα της ψυχής των ανθρώπων…



Είπα να μη θυμώσω πάλι σήμερα με τις κόκκινες καρδούλες. Διάβασα δυο ειδήσεις ερωτευμένων. Αυτοί μπορεί να μη γιόρτασαν ποτέ τους Αγίους του έρωτα. Σίγουρα όμως μοιράστηκαν τη διάρκεια και όχι μονάχα τη στιγμή. Και ήταν για πάντα…

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΦΟΒΟΣ ΦΟΡΑΕΙ ΚΡΑΓΙΟΝ







Μου είπαν πως φοβήθηκες. Φορούσες τις χειροπέδες στα χέρια και πήγαινες για εκτέλεση. Ποιον θα εκτελούσαν μέσα στη νύχτα; Στον τοίχο στήνουν τα ξημερώματα λίγο πριν την ανατολή. Να βλέπεις το φως που έρχεται και να ζηλεύεις την ελευθερία. Ελευθερία και φως! Μαζί πορεύονται κι αυτά. Άκουσες ποτέ να φαντάστηκε κάποιος την ελευθερία στα σκοτάδια; Κανείς!

Θυμάσαι κάτι χρόνια με αλμύρα; Κουμπαράδες σπασμένοι τα όνειρα. Άδειαζαν σε ένα βράδυ κι ύστερα πάλι να προσπαθούμε να τους γεμίσουμε. Να ‘χουμε νομίσματα για ταξίδια. «Μήπως και μπορέσουμε να ταιριάξουμε το μέσα με το έξω». Έτσι έλεγες και σε πίστευα. Ήθελα να πιστέψω για να μη φοβάμαι. Και μια ζωή να εξηγώ για να μην παρεξηγώ τις επιλογές μου.

Παπαρούνες σε ένα σπαρμένο λιβάδι τα χρόνια. Σκόρπια. Πότε χάθηκαν και οι παπαρούνες! Ανοιγόκλεισες τα μάτια και άλλαξαν οι ορίζοντες. Μπερδεύτηκαν τα σημεία. Ειρωνεία και τα ταξίδια. Άδειοι κουμπαράδες κι αυτά. Θάμπωσαν τα τζάμια με τις ανάσες μας και χάθηκε ο δρόμος, η αφετηρία. Δεν ήθελες σχέδια και χάρτες. Στα τυφλά. Να κλείνεις τα μάτια και δίνεις το σήμα για την εκκίνηση. Τότε δεν είχες θλίψη, ούτε ενοχές και αγκάθια. Πάλευες για το θέλω. Το πρέπει περίμενε σε μια γωνιά να σε κατασπαράξει αργότερα. Όταν θα μεγάλωνες και θα γέμιζες πια τους κουμπαράδες σου. 

Μου είπαν πως φοβήθηκες. Κι εγώ είπα πως μάλλον μεγάλωσες. Ήρθε ο φόβος φορώντας κραγιόν και μάσκαρα. Σε κάρφωνε βαθιά. Σε κοιτούσε ευθεία. Φόρεσες τις αλυσίδες και είπες: «παραδίνομαι». Και παραδόθηκες άνευ όρων. Δε λογάριαζες πια τα χρέη και τα όνειρα. Άφησες να σε πάρει το ποτάμι κι ας ήξερες κολύμπι. Και πήρες κι άλλους μαζί. 

Που σε θυμήθηκα πάλι σήμερα! Είναι που λέμε για τους φόβους μας αυτές τις μέρες. Είναι που τελικά μάθαμε να φοβόμαστε. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τσουκνίδες αντί για παπαρούνες. Θυμήθηκα και τη γιαγιά μου να λέει κάθε φορά που γελούσε πολύ : «Σε καλό να μου βγει». Να σε τρομάζει το γέλιο! Φαντάσου ενοχή. Τη φορτώθηκες κι αυτή κι άρχισες να κάνεις κύκλους γύρω από τον εαυτό σου. Και ζαλίστηκες και ζάλισες και την ελπίδα. Σε καλό να σου βγει. 

Σε θυμήθηκα και χθες και σήμερα. Σαν άδικη σκιά που μου τριβελίζει το μυαλό. Τα χρόνια της αλμύρας. Η τελευταία ανάμνηση της εφηβείας. Οι σπασμένοι σου κουμπαράδες. Τα λακάκια στα μάγουλα όταν χαμογελούσες. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια σου για το γύρω του κόσμου μαζί μου. 

Κι ύστερα φόρεσες κοστούμι. Έγινες ένα με τους φόβους. Συμβιβάστηκες με τους άλλους. Ήρθε η εποχή της παραίτησης. Έσκυψες το κεφάλι και είπες : «Δε φταίω εγώ. Φταίει που αγαπούσα τη βροχή κι εκείνη έσβησε τα χρώματα. Τα μπέρδεψα όλα. Νόμιζα πως έβλεπα αλλόκοτα πράγματα και φοβήθηκα. Φοβήθηκα να με αγαπούν τόσο. Ξέρεις πόσο τρομάζει η αγάπη όταν είσαι άμαθος;»

Ατελείς είμαστε. Πώς να κουβαλήσουμε τόσα βάρη; Μόνο κάτι νύχτες βουβές νομίζουμε ότι θα το σκάσουμε από τη φυλακή μας και θα προλάβουμε να δούμε την ανατολή πριν την εκτέλεση. Να κλέψουμε την ελευθερία. Να απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου αφήνοντας απογόνους. Δε βρέθηκε ποτέ κάποιος να μας πει πως μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε; 



Βρέχει. Κι εσύ αγαπούσες τη βροχή…

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

ΑΛΕΞΗΣ ή ΓΙΑΝ(Ν)ΗΣ







Κάποτε υπήρχαν οι «ρουβίτσες». Φώναζαν «Σάααααακη» κι έπεφταν κορμιά. Ακόμα πιο παλιά λιποθυμούσαν οι μαμάδες μας στο όνομα Κούρκουλος. Αυτός ήταν ο Νίκος! Τον ονειρεύονταν με ένα τσιγάρο στο στόμα να χορεύει εκείνο το αντρίκιο ζεϊμπέκικο ενώ ο Στράτος Διονυσίου τραγουδούσε το ψυχοπονιάρικο «βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Πόσες μαμάδες έψαξαν ένα Νίκο στο πρόσωπο των μπαμπάδων; Ανυπολόγιστος ο αριθμός! Θυμάμαι τι μάνα μου να λέει του πατέρα μου κάθε φορά που δεν περνούσε το δικό της: « Τι να κάνω! Δεν είχα βλέπεις μυαλό τότε. Ήμουν μικρή και θαμπώθηκα από τα νιάτα σου. Νόμιζα η έρμη ότι παντρευόμουν το Κούρκουλο». Και όταν ο Νίκος πέθανε σηκώθηκαν τα χώματα από τα κλάματα και τους θρήνους χιλιάδων μαμάδων μαζί και της δικής μου. «Ήταν ο τελευταίος μάγκας». Σιγά, ρε μάνα! 

Έφυγε ο Κούρκουλος, παντρεύτηκε και ο Ρουβάς κι εκείνες ξαναγύρισαν στην γκρίνια της καθημερινότητας αφήνοντας στο πίσω μέρος του μυαλό τους την απογοήτευση που το κινηματογραφικό είδωλο επέλεξε τη Λάτση και όχι εκείνες.

Και φτάνουμε στο σήμερα και ξαναζούμε το χθες. Κύματα θαυμασμού ένθερμων γυναικών, διαφόρων ηλικιών, στα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών. Από τη μια ο Αλέξης. Μειλίχια μορφή, ήρεμη φυσιογνωμία, ευγενικός και καλοσυνάτος. Ο ιδανικός γαμπρός για τις κόρες των μαμάδων. Από την άλλη ο Γιάν(ν)ης. Σαρδόνιο χαμόγελο, σταθερή προσωπικότητα, άνετο και χαλαρό στυλ. Είπε κι εκείνο το «ΟΧΙ» το ηρωικό στη «μικρή Ολανδέζα» και ήρθε το πράγμα και μας αποτελείωσε. Πέταξαν οι μανάδες τα κοστούμια και τις γραβάτες από τις ντουλάπες που τόσο πολύ είχαν ταλαιπωρήσει τους καημένους τους μπαμπάδες και υιοθέτησαν το στυλ του χαλαρού για τους «βαρουφάκηδες» που είχαν δίπλα τους. «Δημήτρη, μη ζώνεις το πουκάμισο. Άστο απέξω χαλαρό. Κάντο όπως ο Γιάν(ν)ης». 

Ξαφνικά ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης έγιναν ο Αλέξης και ο Γιάννης που μπήκαν στα σπίτια μας και επέβαλαν το “dress code” του χαλαρού, εναλλακτικού τύπου που δεν ασφυκτιούσε μέσα στη σφιγμένη θηλιά της γραβάτας. «Μαμά, ο Βαρουφάκης είναι φαλακρός. Εσένα πάντα σου άρεσαν οι μαλλιάδες». «Δεν είναι φαλακρός ο Γιάν(ν)ης. Απλά έχει ξυρισμένο κεφάλι. Είναι το στυλ του. Ψηλό παιδί, γεροδεμένο. Είδες πως ξαπόστειλε τον Ντάινζεμπλουμ (έμαθε και το όνομα του κι εγώ παλεύω μια βδομάδα τώρα κι ακόμα δεν τα κατάφερα) με το γάντι; Πόσο ευγενικός! Τι κύριος! Σε απλά ελληνικά του είπε να πάει στο διάολο αλλά κανείς δεν το κατάλαβε εκτός από τους Έλληνες»!

Δεν έφτανε η μάνα μου κόλλησε και η αδερφή μου. Να με βομβαρδίζει με άρθρα για το Γιάν(ν)η, να με παίρνει τηλέφωνο και να με ρωτά αν άκουσα τι είπε το μωρό της, να βλέπει όνειρα ότι βγαίνει ραντεβού μαζί του και η γάτα να εκσφεντονίζετε από το δωμάτιο επειδή ήθελε χάδια και της χάλασε το όνειρο.

Έτσι ο Αλέξης πέρασε στην αφάνεια και ησύχασε και το κεφάλι μου ότι χάσαμε το γαμπρό που έκλαιγε και θρηνούσε η μάνα μου. Αλέξης - Γιάν(ν)ης σημειώσατε δύο!

Πολύ φοβάμαι, αγόρια, ότι ο πήχης έχει ανέβει πολύ ψηλά. Άσχημος ή όμορφος ο Βαρουφάκης έχει κερδίσει τις καρδιές όλων των γυναικών. Και φούσκα να αποδειχτεί όλο αυτό το πανηγύρι οι γυναίκες δε θα ξεχάσουν ποτέ εκείνο το ηρωικό όχι. Τώρα υπάρχει μέτρο σύγκρισης!



Ο πατέρας μου πάλι νιώθει ότι δικαιώθηκε που μετά από τόσα χρόνια έγινε ντεμοντέ η γραβάτα και το κυριλέ ντύσιμο που τόσο μισούσε όταν η μάνα μου παραπονιόταν ότι δεν έβαλε ποτέ μια γραβάτα σαν το Νίκο Κούρκουλο!