Translate

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ




Παλιά συνήθεια. Σχεδόν παράδοση. Κάθε Κυριακή απόγευμα ανοίγω τα τεφτέρια και κάνω τους «μπακαλίστικους» υπολογισμούς μου. «Παραπονιάρα», έλεγε ο μπάρμπα Γιάννης, «να μετράς τι έδωσες και όχι τι πήρες. Στο δόσιμο, στο ξόδεμα μετριέται η αντοχή του ανθρώπου. Το βράδυ της Κυριακής που θα ξαπλώνεις να κάνεις το σταυρό σου και να μπορείς να λες: Δόξα τω θεώ, καλά πήγε το αλισβερίσι κι αυτή την εβδομάδα. Έδωσα το περισσευούμενο μου. Και μέχρι εκεί». Παιδί ήμουν τότε και δεν καταλάβαινα. Και τώρα που μεγάλωσα ακόμα το παλεύω να μη με πνίξει κανένα παράπονο κάθε Κυριακής δύση. 

Η Ελλάδα στα δυο χωρισμένη και ο μπάρμπα Γιάννης ταξιδευτής εδώ και χρόνια. Οι μισοί λένε να μείνουμε και οι άλλοι να φύγουμε. Πού να μείνουμε και πού να πάμε; Από παιδί όλο ήθελα να φεύγω και τελικά, πουθενά δεν πήγαινα. Με έπιανε ο εγωισμός πως εγώ θα τα κάνω καλύτερα και πάντα έμενα. Ετοίμαζα τη βαλίτσα κι ύστερα άλλαζα γνώμη και την έβαζα στο πατάρι. Πουθενά δεν πήγα. Δεν την άλλαζα τη θάλασσα με τίποτα. Κι ας την φοβόμουν όταν αγρίευε και λυσομανούσε. Πουθενά δεν πήγα και τίποτα δεν άλλαξα. Κάτι στραβά ίσιωσα μα όλα τα άλλα έμειναν ίδια. Ολόστραβα και ζερβά σαν τους δρόμους που αγαπούσα. 

Πως τα φέρνει όμως, η πουτάνα η ζωή! Καθυστερημένα και ανώφελα. Ετεροχρονισμένα σου φορτώνονται στην πλάτη. Και είναι αργά. Κι έχεις κουραστεί. Δε σε έβλεπε κι αυτή τόσο καιρό που σερνόσουν σα κουφάρι; Τώρα που βρήκες το σώμα σου τι να το κάνεις το άλλο; Μια φορά, μωρέ, να έρχονταν όλα στην ώρα τους και τι στον κόσμο! Δε βαριέσαι. Θα τον βρούμε το λόγο. Θα έχουμε να λέμε πολλές ιστορίες ματαίωσης και αναβολής. Νομίζεις πως και οι άλλοι που τα ‘χουν όλα στρωμένα και στην ώρα τους είναι πιο ευτυχισμένοι; Στην πλάνη τους ζουν.

Όταν βαριέμαι πάω στη στάση των λεωφορείων. Κάθομαι στο παγκάκι και μετρώ. Όταν φτάσω μέχρι το εκατό μπαίνω στο λεωφορείο που περνά εκείνη την ώρα, την ώρα του εκατό, και ταξιδεύω. Σε μια από αυτές τις τυχαίες, παλαβές διαδρομές μου γνώρισα και τη Φωφώ την κομμώτρια. Κατέφθασε φορτωμένη με τσάντες, φορώντας ένα πλεκτό ροζ φόρεμα και στηριζόμενη σε δυο δωδεκάποντους κοθόρνους. Είχε στα χείλη κραγιόν και ρουζ στα μάγουλα. Σίγουρη ότι η Φωφώ είχε δραπετεύσει από άλλη εποχή και βρέθηκε ξέμπρακη σ’ αυτήν, της παραχώρησα τη θέση μου. Πληθωρική, γελαστή, λαλίστατη, καλοσυνάτη. Ήταν από τα «μέσα χωριά». «Είμαι η Φωφώ, το κομμωτριάκι. Κλείνω τα 76 σε ένα μήνα. Είχα κομμωτήριο παλιά στη Βίγλα. Όλοι με ξέρουν. Άνοιγα το πρωί το μαγαζί, έβαζα την κασέτα του Μουντάκη και πριν ξεκινήσω τη δουλειά, έπιανα τους πελάτες και ρίχναμε ένα συρτό για να πάει καλά η μέρα. Κι ύστερα ήμουν έτοιμη να τους ομορφύνω όλους, άντρες και γυναίκες. Το βλέπεις το φόρεμα; Μόνη μου τα πλέκω. Το ‘κανα ροζ σαν τη ζωή. Δεν είναι η ρουφιάνα μήτε άσπρη, μήτε κόκκινη που θα την ήθελα. Ροζ μου βγήκε η δικιά μου. Ξεθωριασμένη. Αυτή μου έτυχε κι αυτή κράτησα. Δεν γκρίνιαξα ποτέ. Μόνο μια φορά. Θα σου πω πότε». Η Φωφώ είχε λευκό πρόσωπο σα στραπατσαρισμένο χαρτί και ροζ ζωή. Μπήκαμε μαζί στο λεωφορείο και της παραχώρησα τη θέση στο παράθυρο. Μοσχοβολούσε αγάπη, ζωή, γιασεμί. Μα μύριζε και μοναξιά. Και στους μοναχικούς δε λέω ποτέ όχι! 

Βολεύτηκε στο κάθισμα, έβαλε λίγο κόκκινο κραγιόν για τη χλωμάδα, έβγαλε ένα μαντήλι λευκό από την τσάντα και συνέχισε. « Πηγαίνω στο χωριό, στο πατρικό μου. Δε θέλω να το αφήσω να ρημάξει. Θα σκουπίσω τις αυλές, θα τις πλύνω με νερό και θα αερίσω το σπίτι. Αν με «καλορωτήξεις», θαρρώ πως ακόμα ζουν οι γονείς μου εκεί και θέλω να τους το κρατώ καθαρό. Η ζωή μου, που λες είναι ροζ. Για κόκκινη ξεκίνησε αλλά έπρεπε να είχα γεννηθεί δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Εκείνος ήταν τριάντα κι εγώ σαράντα πέντε. Πολύ αγαπηθήκαμε. Πέντε χρόνια μαζί. Ήθελε να με παντρευτεί αλλά ήταν αργά για να του χαρίσω ένα παιδί και δεν ήθελα να του το στερήσω. Του είπα να φύγει. Αρρώστησε αυτός, αρρώστησα κι εγώ. Τον είδα σήμερα λίγο πριν έρθω στη στάση. Μου είπε πως του ‘κανα κακό. Εγώ πάλι λέω πως έκανα το σωστό. Τώρα έχει δυο παιδιά». 

Έκλαιγε η Φωφώ το κομμωτριάκι και μου κρατούσε το χέρι. Εβδομήντα έξι χρόνια κλεισμένα στα δυο ρυτιδιασμένα της χέρια, απλωμένα σα ρουζ στα τσαλακωμένα μάγουλα της να με εκλιπαρούν να πω ότι έκανε το σωστό και όχι το λάθος. Κι εγώ ήθελα απλά να τη διαβεβαιώσω πως μπήκα στο σωστό λεωφορείο, τη στιγμή εκατό και γνώρισα τον πιο όμορφο άνθρωπο, με το πιο ξεθωριασμένο φουστάνι και την πιο λαμπερή καρδιά. Την άφησα να κλάψει όσο τραβούσε η καρδιά της για το Γιώργη που ήταν δεκαπέντε χρόνια μικρότερος και αρρώστησε όταν έχασε τη Φωφώ το κομμωτριάκι. 

Τη θυμήθηκα στον απολογισμό της εβδομάδας. Μου ‘ρθε στου νου η τελευταία της κουβέντα λίγο πριν με αποχαιρετήσει: «Ο έρωτας μπορεί να σε ζήσει αλλά και να σε αρρωστήσει. Είναι ύπουλος. Αλλά και πάλι τούτηνε είναι η πραγματική ζωή. Κι όταν κλείσω τα μάτια μου θα ‘χω να θυμούμαι το Γιώργη και θα βλαστημώ που δε γεννήθηκα λίγο αργότερα».



Κι άφησα κι αυτή τη βδομάδα «ολόστραβη» τη ζωή μου για να ξέρω που βαδίζω. Στα τυφλά…

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

ΕΝΑ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΩ




Οι επιθυμίες είναι σαν το οξυγόνο. Και τις αφήνεις πίσω να σε περιμένουν να ξαναγυρίσεις. Ανασαίνεις και φουσκώνεις σα μπαλόνι το στομάχι. Φυλάς τον αέρα για αργότερα, όταν θα λιγοστεύει από τα παράπονα και τις λύπες. 

Οι επιθυμίες είναι σαν «κορίτσια της συγνώμης». Πάντα θα περιμένουν μια δικαίωση, μια ανταπόδοση. Έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη ζωή. Κι ας είναι μικρή, θυμωμένη, άδικη, στραπατσαρισμένη. Ζητούν μερίδιο, φορούν κόκκινο κραγιόν κι έχουν φιλήδονα χείλη. Για μια επιθυμία ζούμε. Αν μπορείς ας κάνεις κι αλλιώς. 

Έτρεχε εκείνο το βράδυ. Ο αέρας της ταχύτητας παραμόρφωνε το πρόσωπο του, αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του, αγρίευε την ήμερη μορφή του. Η ζωή του στρωμένη. Δουλειά, γκόμενα, φίλους, παρέες, ταξίδια, ταχύτητα. Πατημένο γκάζι σε όλα. Το φρένο ανύπαρκτο. Έτσι ήταν από παιδί. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται εκεί γύρω στα εννιά. 

Δε θυμάται πως έγινε. Είχε ένα παράθυρο πάντα ανοιχτό στο μυαλό του. Από εκεί το έσκαγαν οι φόβοι και οι φυλακές γέμιζαν λουλούδια και χρώματα. Ήταν άτρωτος. Άμα ζωγραφίσεις τα κελιά δε φοβάσαι ούτε το θάνατο. Σε μια στροφή ένα φως του ‘κλεισε το παράθυρο. Φως δυνατό να πέφτει πάνω σου κι εσύ να νιώθεις τυφλός. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε σαν ένοχος που αθωώθηκε και διεκδίκησε μερίδιο στη ζωή. Κι είδε όνειρο πως ήταν παιδί και ισορροπούσε στην άκρη ενός γκρεμού, χωρίς φτερά, χωρίς σκοινιά, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Κι ύστερα άκουγε φωνές και μια σειρήνα τρομακτική, κι έκλεισε και τα αυτιά του. Κ ι έτσι με δυο αισθήσεις απομονωμένες και ράθυμες μύρισε το αίμα και το θάνατο που μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο. Άρχισε να φοβάται τα κύματα που έσκαγαν στην ακτή κι αγρίευαν και λυσσομανούσαν σα να ήταν Δεκέμβρης μήνας.

Από ‘κει και πέρα δε θυμάται τίποτα. Δυο μήνες αγωνιούσαν οι άλλοι. Εκείνος δεν είχε ακόμα αποφασίσει τι σχήμα θα πάρει. Αναποφάσιστος ακόμα και στο θάνατο. Κι έζησε με μια απώλεια. Ένα στήριγμα χαμένο από το μηρό. Δυο τρίτα ακόμα της ζωής αποκούμπι σε ένα δεκανίκι. Δεν παραπονέθηκε. Ισορρόπησε στα δυο χέρια και πορεύτηκε σαν τους πειρατές που έχασαν μια μάχη μα όχι και τον πόλεμο. 

Κι ένα βράδυ ζαλισμένος από το κρασί εξομολογήθηκε την ανάγκη του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο πριν πεθάνει. Σηκώθηκε πάνω, πέταξε το δεκανίκι κι αγκάλιασε τον εαυτό του. Έμεινε εκεί αρκετή ώρα πασχίζοντας να βρει το ρυθμό, να νιώσει την κάθαρση σα θεατής αρχαίας τραγωδίας. Με ένα στήριγμα και δυο φτερά χόρεψε το πιο όμορφο ζεϊμπέκικο που είδα ποτέ. Με ένα τσιγάρο στο στόμα να θυμιάζει τη ζωή που έφυγε κι εκείνη τη νέα που ήρθε. Να λιώνει στη φλόγα του και να κρατεί στα μάτια τις ομορφιές, κουτσουρεμένες και ακέραιες. Οι επιθυμίες είναι το οξυγόνο. Αυτές κινούν τα σκοινιά κι εμείς μαριονέτες που υπακούμε και υποτασσόμαστε στη ζωή με μια βαθιά υπόκλιση που μας χαρίστηκε με τους δικούς της όρους.



Ήταν ο πιο όμορφος χορός που είδα και η πιο αντρίκια όψη της ζωής. Και δε φαινόταν ούτε ένα ακρωτηριασμένο βήμα…

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ




Την είδα σε μια φωτογραφία. Χαμογελαστή και ήρεμη. Σίγουρη για τον εαυτό της. Ευτυχισμένη για τα γεννήματα της. Και λούφαξα σε μια ακρούλα για όλο το υπόλοιπο της μέρας. Μάζεψα την αντοχή μου που σερνόταν στο πάτωμα και άνοιξα το χρονοντούλαπο να φυλάξω ό,τι δεν κατόρθωσα να κλέψω: Την αιτία της ευτυχίας της που τόλμησα κάποτε, χωρίς να ξέρω, να επιθυμήσω... Εσένα σου στέλνω φιλιά και ξερά κίτρινα φύλλα για να 'χεις τα φθινόπωρα της ζωής πλάι στα χαμογελαστά σου πρόσωπα!





-Πού θα πάει αυτή η βαλίτσα;

- Όπου θέλει, αρκεί μόνο να γεμίσει...



Από εκείνες τις βραδιές που οι γυναικοπαρέες γράφουν ιστορίες! Στοιβαγμένες σε ένα αμάξι κατά την επιστροφή, με αφορμή ένα υπέροχο αφιέρωμα σε ένα μεγάλο χορευτή, μαθαίνεις πως τόσο απλά γνωρίζονται οι άνθρωποι: με γέλιο, συγκίνηση και προσωπικές ιστορίες. Κι ύστερα μου λες πως μεγαλώσαμε. Ο χρόνος είναι σκιάχτρο. Αν το φοβηθείς θα μεγαλώσεις. Αν του χαμογελάσεις θα ζήσεις!



Όταν είσαι σαράντα και οι 18χρονες μαθήτριες σου σε αποκαλούν "Κλειούλα", τότε ο χρόνος είναι μεγάλη απάτη και δεν έχει καμία θέση στις σχέσεις των ανθρώπων...



Είναι που με ξεγέλασες πως θα ήσουν εκεί κι έκανα τη βουτιά. Και δε βρήκα ούτε μια μικρή χαραμάδα να πιαστώ όταν κατάλαβα την απάτη της αγάπης..



Σαν τις αγκαλιές τίποτα. Φτερούγες ανοιχτές, έτοιμες για επικίνδυνες πτήσεις. Κι ούτε μια στιγμή να μη φοβάσαι το θάνατο...





"Γράφοντας διαρκώ περισσότερο.

Μέσα στο χειμώνα παρατείνω την πυρακτωμένη μορφή 

του πριν κατάμαυρου κάρβουνου." Γιώργος Βολουδάκης

Γιατί έπρεπε να βρω μιαν απάντηση στην ερώτηση που με βασανίζει εδώ και πολύ καιρό....



Εγώ τις φυλακές μου τις κάνω πολύχρωμες για να νομίζω πως είναι λούνα - παρκ και να ποντάρω στο παιχνίδι...



Είναι που τα πλοία τις καλοκαιρινές νύχτες μοιάζουν με φωτάκια στον ορίζοντα που βεγγερίζουν. Κι εσύ λείπεις...



Καθίσαμε δίπλα. Δεν κοιταζόμασταν. Μου είπε εκείνο το συγνώμη που ήταν σε αναμονή χρόνια. Δεν το ήθελα πια μα το δέχτηκα. Τον είχα ήδη συγχωρήσει. Τον είχα κατανοήσει. Οι άνθρωποι δεν εγκαταλείπουμε το σίγουρο τόσο εύκολα. Ο καθένας φτάνει όπου μπορεί. Πότε - πότε έσκαγε κι ένα κύμα πάνω στην προβλήτα. Ξέπλενε τη σκόνη, καθάριζε την αντάρα, έδινε καθαρό χώρο στο χθες, ψύχραιμη ματιά. Κάποιες φορές αγαπάς κι από απόσταση. Κάποιες φορές αγαπάς και μέσα στα χρόνια με την ίδια ένταση. Έκλεισα τα μάτια. Είδα τις αναμονές μου, τις απώλειες, τις αγωνίες. Άρχισα να χαμογελώ. Ήταν όλα τόσο μακρινά ...

Το ξυπνητήρι μου τα ανατρέπει όλα. Γιατί ποτέ στα όνειρα μας δε βλέπουμε ξεκάθαρα τα πρόσωπα; Από το πρωί παλεύω να θυμηθώ τα μάτια του. Δεν έχω κρατήσει ούτε μια φωτογραφία. Και σκέψου πως κάποτε είχα τόσο καλή μνήμη...



O φόβος. Οι φόβοι. Επισκέπτες της νύχτας. Απρόσκλητοι. Ανερμάτιστοι. Αγωνιώδεις. Πιο πάνω αυτοί. Πιο λίγο εσύ. Ήχοι βουβοί που σε πνίγουν. Στο λίγο σου. Στο λίγο τους αντίπαλοι κερδισμένοι με το φως της μέρας στο άδειο κρεβάτι. Εσύ, αυτοί και όσοι λείπουν. Πιασμένοι από τα χέρια να τραβούν μαλλιά..



Η Ελένη επέμενε να πούμε στον εαυτό μας τρεις φορές : "Εαυτέ μου σε αγαπώ γι' αυτό που είσαι και σε αποδέχομαι όπως είσαι". Εκείνη δε φανταζόταν πόσο δύσκολο ήταν να του κάνει τέτοια εξομολόγηση μιας και δεν ήταν αλήθεια. Εγώ πάλι σκέφτηκα ότι από αυτή τη μικρή λεπτομέρεια ξεκινούν όλα. Κλείσαμε τα μάτια, φαντάστηκε η καθεμιά το δικό της μικρόκοσμο και ενδόμυχα υποσχεθήκαμε πως κάποια στιγμή θα το προσπαθήσουμε πάλι. Δεν ξεστομίσαμε τίποτα...





Την άνοιξη που μου χρωστάς την ξέχασες..