Translate

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΘΑ ΓΙΝΩ Η ΚΑΝΤΥ - ΚΑΝΤΥ







Το ξέρω πως φοβάσαι. Όταν μικραίνει η μέρα μεγαλώνουν οι φόβοι. Αρχίζεις τους εσωτερικούς μονολόγους. Εκείνους τους μεγάλους, τους ατέρμονους. Την ώρα που σουρουπώνει. Αλλάζεις κι εσύ χρώματα, σκοτεινιάζεις. Κλείνεις μπαούλα να μη βγαίνουν φαντάσματα. Γυρνάς πάλι πίσω σε εκείνη την ηλικία της αθωότητας και πασχίζεις να διορθώσεις τα λάθη.

Οι νύχτες φαινόταν τότε ατέλειωτες. Θυμάσαι; Έλεγες πως είναι χρόνος νεκρός. Με νύχια και με δόντια πάσχιζες να μείνεις ξύπνιος για να δεις τι συμβαίνει, να μάθεις τα μυστικά. Ποτέ δεν τα κατάφερες. Άνισος ο αγώνας. Τα μάτια έκλειναν μόνα τους και οι σκιές σεργιανούσαν αεικίνητες, ανενόχλητες με αυθάδεια και θράσος. Το πρωί δε θυμόσουν τίποτα. Είχες ήδη συγχωρήσει τον εαυτό σου που δεν τα κατάφερες. 

Θυμάσαι εκείνα τα ράθυμα μεσημέρια που ξαπλώναμε στο τσιμέντο χωρίς καπέλο; Έκαιγε ο ήλιος τις πέτρες κι εμείς χουχουλιάζαμε σα γατιά σε αγκαλιές ανυποψίαστοι και αθώοι. Εγώ ήθελα να γίνω η Κάντυ κι εσύ η Χάιντυ. Ηρωίδες των παιδικών μας χρόνων. Εσύ αγαπούσες τον Άντονυ κι εγώ τον Τέρυ. Κι όταν ο Άντονυ σκοτώθηκε, σε θυμάμαι να κλαις με αναφιλητά, να θρηνείς το αγόρι καρτούν κι εγώ να νιώθω σίγουρη και προστατευμένη με το ζωντανό αγόρι με τα μακριά μαλλιά. 

Ανάσκελα με το βλέμμα στον ήλιο να βλέπουμε μικρές πυγολαμπίδες όταν ανοιγοκλείναμε τα μάτια. Να κόβουμε μπουκέτα αγριόχορτα και τσουκνίδες και να στολίζουμε το ανθοπωλείο μας. Να κλέβουμε τριαντάφυλλα από την αυλή της θείας Ελένης και να τα φοράμε στα μαλλιά γιατί ταίριαζαν με το άσπρο φουστάνι!

Τα απογεύματα που είχαν ελληνικό καφέ φτιαγμένο από τη γιαγιά, κρυφά από τους γονείς. Σε εκείνα τα μικροσκοπικά φλυτζανάκια από το σερβίτσιο της κατοχής που φυλούσε η γιαγιά στην πιατοθήκη και δε φοβόταν να την εμπιστευτεί στα μικροσκοπικά μας χεράκια που ήταν σαν κλαράκια λεπτά. Βάζαμε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, κρατούσαμε ένα φανταστικό τσιγάρο, ακουμπούσαμε το φλυτζανάκι στα χείλη και λέγαμε τα νέα μας σα καλές φιλενάδας αριστοκράτισσες που συναντήθηκαν σε κάποια «απογευματινή».

Κι ως δια μαγείας μόλις τελειώναμε τον καφέ γινόμασταν πάλι τα αγοροκόριτσα που πηδούσαμε από την ταράτσα με προστάτη και σύμμαχο το χρόνο που είχαμε στην τσέπη του παντελονιού. Σενάρια και σχέδια και λόγια και εικασίες. Το μυστήριο της ζωής. Το μυστήριο της παιδικής ζωής. Το σεργιάνι του κόσμου με τα μάτια των παιδιών. Μελίσσια που μάζευαν το νέκταρ με αφέλεια και αγωνία. Τα κλειδιά στις πόρτες να μπαίνουμε και να βγαίνουμε όποτε θέλαμε. Κι εκεί σε μια ακρούλα το νεκροταφείο των ζώων. Πουλιά και γατιά θαμμένα σε τάφους με ξύλινους σταυρούς καμωμένους από κλαδιά ελιάς. Η Στρουμφίτα, η υπερήλικη γάτα που πέθανε ένα καλοκαιρινό πρωινό έξω από την πόρτα, η Λάσυ το σκυλί που μεγαλώσαμε μαζί, ο πίπης, το σπουργίτι που βρήκαμε στο παράθυρο, ο μπούλης, το μικρό γατί που το εγκατέλειψε η μάνα του και δεν καταφέραμε να το σώσουμε. 

Δεν είμαστε πια παιδιά. Κι όμως κάθε φορά που μυρίζω ελληνικό καφέ θυμάμαι εκείνη την ένοχη σιωπή του παππού όταν κατάλαβε ο πατέρας μου ότι πίναμε καφέ στα μικρά φλυτζανάκια με τα πολύχρωμα κλαράκια. 

Δεν είμαστε πια παιδιά. Κι όμως ακόμα σκέφτομαι τον Τέρυ με τα μακριά μαλλιά που δεν παντρεύτηκε την Κάντυ αν και την αγαπούσε πολύ. 

Δεν είμαστε πια παιδιά. Κι όμως έχω την ίδια ανάγκη να ξεφύγω από εκείνους τους εσωτερικούς μονολόγους και να βρεθώ στην εξοχή όπως η Λώρα από «το μικρό σπίτι στο λιβάδι». 

Δεν είμαστε πια παιδιά αλλά ακόμα ξυπνάω νωρίς τις Κυριακές για να δω τους φίλους μου τα καρτούν. Και είναι οι μοναδικές στιγμές που δε φοβάμαι τίποτα….



Μπορεί κατά βάθος να είμαστε ακόμα παιδιά…

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΤΙ ΕΙΔΑ ΣΤΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ




Μια άνοιξη διάλεξε θρόνο. Περίλαμπρο, φανταχτερό, ολόχρυσο. Ο καμβάς της ζωής. Πολύχρωμος. Έτσι πρέπει να είναι. Να μη βγάζει νύχια. Να μη δείχνει δόντια. Μονάχα να χαμογελά.

Βρέθηκα στο ορφανοτροφείο. Τι να ξέρω κι εγώ από ορφάνια! Έχω μάνα, έχω πατέρα, έχω αδέρφια, έχω φίλους, συγγενείς, στηρίγματα, παιδικές αναμνήσεις από το χωριό, θύμησες από τη θάλασσα, ημερολόγια με καταγραφές, σημάδια παιδικής ανεμελιάς. 

Οι αυλές γεμάτες ροδαρές και ζουμπούλια. Να παίρνεις ανάσα και να λυτρώνεσαι από τη δυσωδία και τη μούχλα. Ξέρεις από μουχλιασμένες ζωές; Αντίσκηνα και σίδερα και ξερές βέργες. Κλωνάρια τα όνειρα, ψηλά, θεόρατα και πώς να τα φτάσεις. Τι να ξέρω κι εγώ από μουχλιασμένες ζωές! Τι να ξέρω κι εγώ από ορφάνια!

Προχωρώ στην αυλή με τα λουλούδια. Στέκομαι στη μέση του πουθενά. Βρίσκομαι στο κέντρο του κόσμου. Διάτρητη η σκέψη μου. Μπάζει από παντού. Στη μέση του ωκεανού βαρκούλα που μπατάρει. Παιδικές φωνές με αποπροσανατολίζουν. Με λένε μαμά. Με ρωτούν αν θα έρθουν μαζί μου. Με καλούν να παίξουμε. Μου δείχνουν τα παιχνίδια τους. Μετανιώνω που δε γέμις

α τις τσέπες μου καραμέλες. Δεν έχω ούτε ένα ζαχαρωτό να πετάξω στον αέρα, να πασπαλίσει ο ουρανός με ζάχαρη τους μικρούς μου φίλους. Μάτια που με κοιτούν και περιμένουν να τα αγκαλιάσω, να ξαπλώσω μαζί τους και να πω παραμύθια και ιστορίες. Εκείνα με τις αιώνιες και παντοτινές υποσχέσεις, που δεν έχουν εγκατάλειψη και ορφάνια και ερημιά. Δε μπορώ να πω τίποτα αληθινό, ουσιαστικό. Δεν έχω ούτε μια ιστορία. Τόσο μικρή και λίγη και απροετοίμαστη για τούτη την ώρα. 

Φεύγω. Όλο φεύγω. Παρενθέσεις όλη η ζωή. Παρένθεση κι εγώ η ίδια για τούτα τα πλάσματα. Και είναι μια μεγάλη άνοιξη. Μετρώ τις ανάσες μου. Παραμερίζω τη ματαιότητα. Κονταροχτυπιέμαι με το κάλπικο. Η ζωή είναι εδώ. Δεν έχει γυαλάδα. Έχει ανάγκες. Έχει παιδικές φωνές που με αποκαλούν μαμά. Επιμένουν να ξαναπάω. Υπόσχομαι. Μονάχα να θυμηθώ να κρατήσω την υπόσχεση. Μην ξεχάσω να θυμάμαι. Όλα αυτά που είδα και άκουσα. Τα πιο όμορφα τραγούδια. 

Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Χτυπά το τηλέφωνο. Ακούω την αδερφή μου : «Βρήκαν το Βαγγέλη στη λίμνη. Είναι νεκρός». Τούτη η άνοιξη συγχωρεί. Η κοινωνία ποτέ. Η απαίδευτη, σκληρόκαρδη, ενοχική. Συνένοχοι κι εσύ κι εγώ και όλοι. Μην κλαις τώρα. Τα παιδιά σου και παιδιά μου. Τα αφημένα, παρατημένα, ανυπεράσπιστα, παραγκωνισμένα. Μέσα στη δυσωδία. Βρωμάει από παντού αυτή η κοινωνία. Σαν τη λίμνη με τα στάσιμα νερά που μου ‘φερνε πάντα πίκρα και μελαγχολία γιατί δεν έμοιαζε με τη θάλασσα. 

Είμαστε όλοι συνένοχοι. Να κρυφτούμε. Ο κόσμος ένα απέραντο Κωσταλέξι. Βασανίζουμε παιδιά, τα φορτώνουμε με προσδοκίες, τα μαθαίνουμε να τρέμουν τη ζωή, να φοβούνται την αλήθεια, να κλείνουν το στόμα και να καταπίνουν αμάσητο φαϊ. Τα μπουκώνουμε με απαιτήσεις, τα στήνουμε στον τοίχο. «Γίνε νταής, μωρέ! Γίνε άντρας. Πάρε το όπλο και μάθε να σημαδεύεις». Ζέχνει ο κόσμος κάτουρο και «σκατοψυχιά». Και σήμερα η άνοιξη δε θα μας κάνει τη χάρη να μας συγχωρέσει. Για όλα τα παιδιά. Τα παρατημένα, τα αδύναμα, που ονειρεύονται πως θα ξεφύγουν από τις φυλακές και τα κελιά τους. Για όλους τους μικρούς μου φίλους που με φώναξαν μαμά. Για όλους τους Βαγγέληδες που αγάπησαν τα λουλούδια, τα πουλιά και τα ζώα. Για όλα τα παιδιά που τα κατάπιε το τέρας μιας λίμνης.

«Θα πω εκείνα που δεν άντεχες ν’ ακούς

Και μία πείνα για αγάπη θα σε τρώει

Θα μείνεις μόνη μα συνέβη σε πολλούς

Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι» (Οδυσσέας Ιωάννου).

Η αγάπη δεν πονά αν αγαπάς πραγματικά. Αν αγαπάς τον άλλο για αυτό που είναι και όχι για αυτό που εσύ ονειρεύεσαι να γίνει..



Κραυγάστε άνθρωποι! Αύριο θα έχουμε πάλι ξεχάσει. Κοιμηθείτε ήσυχοι…

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΖΟΣ




Μαζί μεγαλώσαμε. Στις αλάνες, στα χωράφια, στα σχολεία. Τα καλοκαίρια δίναμε ραντεβού στην πλατεία. Το καταμεσήμερο. Που να μας μαντρώσεις! Φυλακίζεται η παιδική συνενοχή; Φυλακίζεται η φαντασία; Τα χρόνια είναι μπροστά. Πρέπει να τα στολίσεις. Θριαμβευτικά να βρουν το φως. Σχέδια, σχέδια, σχέδια… σχέδια και ούτε μια σχεδία. «θα την πατήσουμε», του έλεγα. «Δε βαριέσαι», απαντούσε, «θα τη βρούμε την άκρη. Εγώ θα γράφω τραγούδια κι εσύ ποιήματα». 

Και μάλλον κάπως έτσι πορευτήκαμε. Με τραγούδια, ποιήματα, ανεκπλήρωτους έρωτες, αυθόρμητες αποφάσεις, προσμονές, αναμονές, αποχωρισμούς, ασυμβίβαστα όνειρα και πολλή μοναξιά. Ο παιδικός μου φίλος! Ο πρώτος που για χάρη του προσπάθησα να μαγειρέψω χωρίς οδηγίες και συνταγές βάζοντας τέσσερα πιάτα ρύζι για να φτιάξω σούπα. Ο πρώτος που διάβασε τα ποιήματα μου και μοιράστηκε κι εκείνος με τη σειρά του τα τραγούδια του. Ο πρώτος που με είδε να αρρωσταίνω από εκείνη την επικίνδυνη ασθένεια του έρωτα και να κλαίω γιατί ήθελα να γίνω καλά και να μην αρρωστήσω ποτέ ξανά. Και το ποτέ έγινε πάντα. Εκείνος που ήταν πάντα εκεί για να μου κρατάει τα πόδια και να κάνω κοιλιακούς φορώντας μια πλαστική, αποπνικτική στολή. 

Κι ύστερα ερωτεύτηκε μια Ελένη. Και πονούσε κι αυτός. Κι έγραφε τραγούδια που μου τα διάβαζε και μου έλεγε πως φοβάται. «Θα την πατήσω». Και την πάτησε. Δεκαέξι χρόνια ερωτευμένος με μια Ελένη. Πίσω από κάθε γυναίκα κρυμμένη πάντα εκείνη. Σταθερή αξία, πρόσωπο χωρίς γωνίες που κούμπωνε απόλυτα στο θέλω του. Οι άλλες πάντα παρενθέσεις. Εκείνη αυτό που του αναλογούσε από το φως που έψαχνε. Δεκαέξι χρόνια να περιμένει πως σε ένα γύρισμα της ζωής θα ξαναβρεθούν για να ολοκληρώσουν το παζλ. Οι δρόμοι ίδιοι μα τα πρόσωπα φρικιαστικά αδιάφορα. 

«Είμαι στο αεροδρόμιο. Επιστρέφω από την Αθήνα. Ήρθα χθες και γυρίζω σήμερα. Ήμουν με την Ελένη». Η ζωή περνάει από μπροστά μου σα σκηνοθετημένη ταινία. Φέρνω στο μυαλό τα τραγούδια του, τη λύπη του όταν εκείνη παντρεύτηκε, την αγωνία του όταν δεν απαντούσε στα μηνύματα, το αλάθητο του ένστικτο όταν πίστευε ότι θα την ξαναδεί. Η ζωή είναι ένστικτο, αλάθητο, ξεκάθαρο. Έχει προσμονή, αναμονή, ελπίδα, δικαίωση, τρέλα, ενθουσιασμό, ξόδεμα, ξέφτια, χρώματα, επιστροφή. Το πιο όμορφο οι επιστροφές. Χωρίς τυμπανοκρουσίες και αλαλαγμούς. Με ησυχία και ηρεμία όταν είσαι ήσυχος κοντά στα σαράντα. 

Τον συναντώ την επόμενη μέρα. Φανερά αδυνατισμένος αλλά ήρεμος κι ευτυχισμένος. Γαλήνιος. «Γράφω πάλι τραγούδια. Για εκείνη. Μη λες πως δεν θα ερωτευτείς ξανά. Μην το ξαναπείς ποτέ. Είναι ίδιο όπως τότε που ήμασταν έφηβοι. Μπορεί και πιο δυνατό γιατί τώρα έχεις μισή ζωή ακόμα, όχι ολόκληρη και τρέχεις να προλάβεις. Φαίνομαι χαζός; Μπορεί και να είμαι. Ποιος ερωτευμένος δεν είναι χαζός;»

Δεν τον χωρά ο τόπος. Έχει το βλέμμα του αγριμιού. Θέλει πάλι να πάει να τη βρει. Το θέλει κι εκείνη. Το τελευταίο αεροπλάνο είχε έφυγε πριν μια ώρα. Σήμερα όμως δεν ξέρω. Μπορεί να με πάρει σε λίγο και να μου είπε ότι είναι πάλι κοντά της. Αναπνέουν τον ίδιο αέρα και μοιράζονται την ίδια άνοιξη. Γιατί εκείνος είναι ερωτευμένος και ένας δρόμος είναι απλά μια ευθεία και τα μαθηματικά, παιδικέ μου φίλε, δεν είχαν ποτέ θέση στο αυθόρμητο. 



Και στα δικά μας!