Translate

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΠΕΘΥΜΗΣΕΣ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΑ




Τα λόγια είναι σαν την ανεμόσκαλα. Πόσο να στηριχτείς; Πόσο ψηλά να φτάσεις; Θα ‘χεις απώλειες, αναμονές, χασούρες. Φτιαγμένοι από πηλό όλοι. Χωμάτινοι και σπάμε. Τα γκρεμοτσακίσματα στο τσεπάκι μας. Να άλλαζε η ζωή με ένα τσιγάρο! Να άλλαζε η ζωή με έναν ήλιο! Να άλλαζε η ζωή με μια ευχή! Θα λογαριάζαμε αλλιώς τα χρόνια. Θα λογαριαζόμασταν κι εμείς αλλιώτικα με τη ζωή. Που μεγαλώσαμε κι αποκαρδιωθήκαμε, λαχταρήσαμε, κλείσαμε παραθύρια σε γνωστούς και αγνώστους κι ακόμα κλείνουμε! 

Όταν λέει: «βάλε μια ρακή» το ‘χω σε κακό. Κοίτα να δεις που θέλει να πνίξει κι άλλο μαράζι. Λαβύρινθος το μυαλό του ανθρώπου. Πεθυμιές και απάτες. Κίβδηλος ο άλλος, φενάκη και η δική σου θωριά. «Ούτε αυτός ήταν εκείνος». Τα άτιμα τα βασιλόπουλα! Τα άτιμα τα παραμύθια! Είναι που δεν έμαθες ποτέ και να ζητάς. Άφηνες τον άλλο στο φιλότιμο του. Κι έχανες το χάρτη κι έβρισκες αδιέξοδο. 

«Βάλε μια ρακή. Θα πιω στα αδιέξοδα. Θα θρηνήσω τα νιάτα μου. Θα υψώσω σημαία στις χασούρες. Είναι για εκείνες τις ρόδες που έβαλα κάποτε στην καρδιά και ξέχασα το φρένο. Τι να σου κάνει και το γκάζι μόνο του; Γκαζιά και απάτη! Βάλε να πιούμε μαζί. Στις άγκυρες που δε βρήκαμε ποτέ. Στα καραβοτσακίσματα. Στο λίγο – λίγο που έγινε πολύ. Ξεχείλισε η υπομονή. Πλημμύρησε η καρδιά μου με ματαίωση. Πεθύμησα γιορτές, γλέντια, μουσικές. Δεν ήταν αυτό που νόμιζα. Οι έρωτες μου δεν είχαν παράσημα. Κι εγώ που είμαι κομμάτι του σύμπαντος ψάχνω ακόμα να αγαπηθώ.»

Τα λόγια είναι σαν την ανεμόσκαλα. Χίλια κομμάτια ο κόσμος. Δυο χιλιάδες η καρδιά. Βραχυκυκλωμένα καλώδια οι σκέψεις. Οι χωρισμοί μικροί θάνατοι. Θες να πενθήσεις, να κατεβάσεις πλερέζες, να βρεις κουράγια, να πιστέψεις πάλι. Μεγάλο ναρκωτικό η πίστη. Χαμένες ψυχές βρίσκουν πάλι δρόμο. Να άλλαζε η ζωή με ένα τσιγάρο! Να άλλαζε η ζωή με ένα κουμπί! Κι όλα τα αχ! θα γινόταν τραγούδι και χορός και γλέντι! Πόσο πολύ λογαριάζουμε όλοι οι άνθρωποι το μαζί! Τεφτέρια και αριθμοί αραδιασμένοι στο τραπεζάκι μας, στο κρεβάτι, στο αυτοκίνητο, στο δρόμο. 

Τι δεν πάει καλά άραγε; Πού πάει η αγάπη σα σέρνεται και στερεύει; Κι εκείνα τα πυρακτωμένα μάτια πώς γίνονται ξαφνικά κάρβουνα και πεθαίνουν; Αδειάζει κι καρδιά από αντοχή. Σφαλίζει παραθύρια, κλειδώνει πόρτες, κρύβει το κλειδί και σε αφήνει μετέωρο, κουφάρι γυμνό και ανυπεράσπιστο.

Ήπιαμε μαζί. Για όλα. Για εκείνα που είπαμε και τα άλλα που εννοούσαμε. Σα δυο ψυχές που συναντήθηκαν σε μια καταιγίδα κι έδωσε η μια στην άλλη το πανωφόρι της. Χωρίς ταυτότητα. Ήπιαμε στα σκοινιά που λύθηκαν, στους χάρτες που χάσαμε, στις πορείες που έληξαν μέσα στην ομίχλη, στους μικρούς θανάτους που κλάψαμε και πια δε θυμόμαστε, στις πληγές που κακοφόρμισαν και άφησαν σημάδια, σε όλα αυτά που δε μας σκότωσαν αλλά δε μας έκαναν πιο δυνατούς, στους έρωτες που πεθυμήσαμε και μας γέλασαν. Στη φιλία μας που κλείνει φέτος 15 χρόνια! 



Χωμάτινα πλάσματα! Τόσες ραγισματιές μέσα μας! Κι όμως αύριο πάλι θα γελάμε. Θα σκοντάψουμε, θα πέσουμε, θα σηκωθούμε, θα πετάξουμε. Δεν έχει άλλο δρόμο…

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

NA ΠΑΤΕ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙΤΕ!!!







Φαντάσου να είσαι σε μια βάρκα. Με μουσική υπόκρουση τις σιωπές και τους ψίθυρους από τους ανθρώπους. Αφημένη στην τύχη της να πλέει με μπουνάτσα, φουρτούνα, φουσκοθαλασσιά. Φαντάσου τις ψυχές. Φαντάσου τις ματιές τις φοβισμένες γυναικών, ανδρών, παιδιών. Λουφαγμένες ψυχές αγριμιών, στοιβαγμένες στη σάπια βάρκα. Μπατάρει το σαπιοκάραβο, μπάζει νερά. Μπάζουν νερά και οι ψυχές. 

Πολύτιμη η ανθρώπινη ζωή. Μεγάλο ποσό για κάθε κεφάλι. 2000 δολάρια δεν τα λες και λίγα. 2000 το κεφάλι. Χαλάλι! Ταξιδεύουν για τη γη της επαγγελίας. Θα κουραστούν, θα ταλαιπωρηθούν, θα πεινάσουν, θα διψάσουν, μα εκεί, στην άκρη του ορίζοντα, τους περιμένει ο παράδεισος. Κι εκεί οι αγκαλιές κρατούν πολύ. Μια αιωνιότητα. Κι η ζωή τους διαφέρει από τη δική μας μονάχα μια αγκαλιά. 

Νόμιζα πως το δουλεμπόριο ανήκε στο παρελθόν. Με πλάνεψε η άγνοια. Πίστεψα στο φιλότιμο. Στο σεβασμό της ανθρώπινης ψυχής, στην ανθρωπιά, στην αλληλεγγύη, στην αλήθεια πως είμαστε περαστικοί και αναλώσιμοι. 

Φαντάσου τα βρέφη. Να αρπάζουν τη θηλή της μάνας και να πασχίζουν να πιουν ζωή. Και εκείνη ξέπνοη να λέει: «Κάνε υπομονή. Φτάνουμε». Κι εκείνα να κλαίνε μέχρι που κουρασμένα να κλείνουν τα μάτια ασφαλισμένα σε αγκαλιές. Κι ύστερα σιωπή. Τρομαγμένες σιωπές. Και γύρω μια άνοιξη και μια υπόσχεση ελευθερίας. Μονάχα υποσχέσεις. Κούφια λόγια…

Διάβασα την είδηση. Απέραντο νεκροταφείο ψυχών η Μεσόγειος. Μπάταρε η βάρκα. Αναποδογύρισε. Είναι που είδαν τους «σωτήρες» και βιάστηκαν. Άτιμο πράγμα η βιασύνη. Δεν έχεις χρόνο. Ήρθαν οι «σωτήρες» και ψάχνεις στεριά. Να πατήσεις γερά, να δέσεις τα όνειρα με γερά σκοινιά μη γίνουν πουλιά και πετάξουν και χαθούν. Και η άνοιξη επιβλητική, ολοκάθαρη να σου δίνει τη δική της υπόσχεση…

Η Γιάρα είναι ένα κορίτσι 2 χρόνων. Ζει με τους γονείς και τον αδερφό της εδώ στη γειτονιά. Έχει κοτσιδάκια στα μαλλιά και απλωμένα χεράκια. Εκείνη σώθηκε από κάποιο ναυάγιο μα δεν ξέρει ακόμα πως θα ζήσει και άλλα. Ο πατέρας ήταν μικροπωλητής αλλά έχασε όλο το βιος του όταν η αστυνομία του ζήτησε άδεια. Στη Γιάρα αρέσουν πολύ οι σοκολάτες και τα αδέσποτα γατιά που κουρνιάζουν στην αυλή της. Είναι από την Αφρική αλλά μαθαίνει ελληνικά και παίζει με τα εγγόνια της κυρίας Ελένης. Στηρίζεται στην καλοσύνη των ανθρώπων, των γειτόνων, των ομάδων. Μέχρι να βρουν το δικό τους παράδεισο οι δικοί της άνθρωποι. Και τότε θα κλειστεί στις αγκαλιές τους και θα ζητάει μονάχα σοκολάτες. Σκέψου τι κάνει μια σοκολάτα στην ψυχή! Σε όλες τις μάχες σε κάνει νικητή! Πόσες μάχες αντέχει η ανθρώπινη ψυχή άραγε; Πολλές! Αμέτρητες! Άπειρες! 



«Νεκροταφείο ψυχών η Μεσόγειος»! Διάβασα την είδηση. Πολύτιμη η ανθρώπινη ζωή. Ανυπολόγιστης αξίας! 2000 δολάρια δεν τα λες και λίγα. Τι να ξέρουμε κι εμείς οι χορτασμένοι! Οι τραγωδίες είναι τόσο μακριά: Νότια της Κρήτης!

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΑ ΑΠΟ ΠΛΗΞΗ




Κάθεται στο πάτωμα. Φοράει εκείνο το σομόν νεγκλιζέ με τη λευκή ρόμπα που είχε αγοράσει από το ταξίδι στο Παρίσι. Τα χείλη της βαμμένα με το κατακόκκινο κραγιόν, ασορτί με τα νύχια. Πάντα αγαπούσε αυτό το χρώμα. Της θύμιζε τα νιάτα της, τη φρεσκάδα, την ανατριχίλα και την ηδονή της ζωής. Φωτογραφίες μιας άλλης εποχής. 

Στα χέρια κρατάει ένα μαχαίρι. Εκείνος κείτεται νεκρός φορώντας ένα κοστούμι «Αrmani», ενώ το σώμα του μυρίζει το άρωμα που εκείνη μισούσε. Είκοσι μαχαιριές! Μονάχα μία στην καρδιά. Κάποτε τον αγάπησε. Κάποτε την αγάπησε κι αυτός. Είκοσι χρόνια να μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, τις ίδιες συνήθειες, την ίδια ανάγκη. Οι προκαθορισμένες ανάγκες. Οι επιβεβλημένες ανάγκες. Ο φόβος της μοναξιάς. 

Κάποτε αγαπήθηκαν. Πριν τις προδοσίες, τις απάτες, τα ψέματα. Τον θυμάται να μπαίνει στο σπίτι αθώος ένοχος και να βρωμάει το σώμα του σάρκα μιας άλλης γυναίκας. Να πατάει στις μύτες των ποδιών και να γλιστράει αθόρυβα μέσα στα σεντόνια, σίγουρος ότι εκείνη κοιμάται. Θυμάται τις δικές της προδοσίες, το φόβο μην ανακαλύψει τον έρωτα της για εκείνο τον άλλο που για χάρη του μπορούσε να τα γκρεμίσει όλα. Να βάλει φωτιά και να τα κάψει. Κι όμως έμεινε μαζί του να τρώει τις σάρκες του κι εκείνος τις δικές της. 

Τον κοιτά ξαπλωμένο μέσα στα αίματα και χαμογελά. Παρατηρεί το παγωμένο του βλέμμα. Το πουκάμισο είναι αταίριαστο με το κοστούμι. Θα ντύθηκε βιαστικά. Δεν εξηγείται αλλιώς. Πάντα πρόσεχε τους συνδυασμούς. Κρατάει στα χέρια της το μαχαίρι και νιώθει εκείνη την απόλυτη ικανοποίηση πως η ζωή της χρωστούσε την ελευθερία κι εκείνη τη διεκδίκησε με το δικό της τρόπο.

Μια βρύση στάζει. «Πόσο καιρό του έλεγα για τη βρύση της κουζίνας;» Μονολογεί. Κι ύστερα σηκώνεται από το πάτωμα, περνάει πάνω από τον όμορφο νεκρό άντρα, πιάνει ένα ποτήρι και βάζει ένα ποτό. Είκοσι μαχαιριές. Όσα και τα χρόνια. Μονάχα μία στην καρδιά. Υψώνει το ποτήρι και πίνει σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια αγάπης και απάτης. Αμοιβαίας απάτης. Εκείνης της άτυπης, σιωπηλής συμφωνίας της κοινής πορείας, της κοινής ενοχής και συνενοχής. 

Κι ύστερα ξαπλώνει δίπλα του. Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Τον παίρνει στην αγκαλιά της και του τραγουδά το αγαπημένο της τραγούδι: «Non, je ne regrette rien» της Εντίθ Πιάφ. « Όχι δε μετανιώνω για τίποτα»! 

Μέσα στο τραγούδι της ακούει την πόρτα να ανοίγει. Τον βλέπει να μπαίνει μέσα φορώντας το ίδιο “Armani”. Αφήνει την τσάντα στο τραπεζάκι και προχωράει προς την κουζίνα. Η εικόνα την ανακουφίζει. Σηκώνεται από το πάτωμα, στρώνει τα μαλλιά της και κατευθύνεται προς το μέρος του. Του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και στρώνει το τραπέζι. Δυο πιάτα, δυο πιρούνια, δυο ποτήρια, δυο μαχαίρια. Δυο μαχαίρια. Ένα για εκείνον κι ένα για εκείνη. Βάζει κόκκινο κρασί στα κολονάτα ποτήρια. Κόκκινο, κατακόκκινο σαν αίμα. Βαθύ κόκκινο, άλικο. Πίνουν στην υγειά τους, σα δυο βαμπίρ που πίνει ο ένας το αίμα του άλλου. Αίμα για να ξανανιώσουν, να γίνουν δυνατοί, να αντέξουν την προσποίηση, τις συνεστιάσεις, τα είκοσι χρόνια, τις απάτες, τις ενοχές, την πλήξη, το κενό, τη ρουτίνα, τη ματαιότητα, την ψευτιά. 

Αύριο θα είναι η σειρά του. Αύριο εκείνος θα τη σκοτώσει από πλήξη. Κι ύστερα θα γίνουν όλα ίδια. Θα της δώσει ένα φιλί και θα βάλει το αίμα στα ποτήρια να προσποιηθούν ευχές και πάθη και ηδονές. Θα την πάρει στα χέρια του, θα την ακουμπήσει στο κρεβάτι και θα χαθούν στην ηδονή των κορμιών ενώ εκείνος θα μυρίζει το άρωμα της άλλης κι εκείνη θα ονειρεύεται άλλους έρωτες. 



Δυο ποτήρια. Δυο πιάτα. Δυο μαχαίρια. Φορώντας κοστούμι “Armani” και άρωμα paco rabanne. Καθώς η Εντίθ θα τραγουδάει ότι δε μετανιώνει για τίποτα….

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΑΣΒΕΣΤΗ







Δεν ξέρω τι μ΄ έχει πιάσει πιάσει τις τελευταίες μέρες. Είναι που άργησε φέτος η άνοιξη και τώρα που ήρθε επιτέλους, με κάνει καχύποπτη και δύσπιστη. Μπορεί να φταίει και η πληγή μου που δεν έχει δέσει ακόμα καλά και μου θυμίζει τον πόνο στις ζωές των ανθρώπων. Κεντήματα στο κορμί. Ραφές καλά κλεισμένες με χρυσοβελονιά και κλωστή «πεταλούδα».

Κλείνω τα μάτια και απομονώνω τις σκέψεις. Δύσκολο πράμα να προσπαθείς να συγκεντρωθείς. Έχω πλεξούδες μακριές και κάθομαι στο ασβεστωμένο πεζούλι. Παρακολουθώ τη γιαγιά να ασβεστώνει και τον παππού να τραγουδά: «πάρε Μαριώ, πάρε Μαριώ τη ρόκα σου κι έλα στο φράχτη, φράχτη, βάσανα που ΄χει η αγάπη». Άσπροι τοίχοι και μπλε παράθυρα. Σαν τα κυκλαδίτικα σπίτια. Έτσι τα ήθελε πάντα η γιαγιά κι εκείνος δεν της χαλούσε χατίρι. Φύτευε ζουμπούλια και βασιλικούς και ροδαρές να μυρίζουν με την Ανάσταση. Να προλάβει πριν πει ο παπάς το «Χριστός Ανέστη» να κόψει ένα ματσάκι και να στολίσει την πόρτα. Σαν πρωτομαγιά. 

Μιλώ συχνά για αυτούς. Ξέμπαρκες κουβέντες. Κάθε φορά που πλησιάζει το Πάσχα τους θυμάμαι. Κι έχω εκείνη τη μυρωδιά του ασβέστη στα ρουθούνια και τη γκρίζα εικόνα στην καρδιά. Κι ύστερα εκείνος ο ήχος από τα «βαρελότα» και τα «πλασκατζίκια» που σε ανάγκαζαν να κλείσεις τα αυτιά και τα μάτια. Και μ΄ένα «παφ» έχανες το χρόνο. 

Προσδοκάς την ανάσταση. Κάθε χρόνο. Ένα σακί προσδοκίες. Σαν την πρωτοχρονιά. Πόσο μοιάζουν! Σταυρούς έχουμε όλοι. Άλλοι μικρούς κι άλλοι μεγάλους. Και ρωγμές. Σπασίματα που μπάζουν κρύο. Γέμισε ο κόσμος μπαλώματα που σκίζονται και ξαναράβονται με την ίδια κλωστή. Όσο αντέξει. Κι ύστερα πάλι μια καινούρια βελονιά για να πας παρακάτω. 

Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει αυτές τις μέρες. Είναι που γίναμε πολυλογάδες χωρίς να λέμε τίποτα. Είναι που με στοίχειωσαν κάτι φαντάσματα και με ανάγκασαν να κόψω τις πλεξούδες και να ωριμάσω. Είναι που γέμισε ο κόσμος ποντίκια και ύαινες με γαμψά νύχια και μορφή ανθρώπου και δεν ξέρεις να φυλαχτείς. Ίσως πάλι να ήθελα να πω αφηγηματικά πως η ανάσταση είναι μεγάλη παραμύθα. Είναι σαν τον ασβεστωμένο τοίχο που κρύβει τις ρωγμές.

«Τινάζω την κάπνα από τα ρούχα μου. Λιάζω το πανωφόρι μου να φύγει η πάχνη. Οι μέρες θα γκρινιάζουν πάντα για τα ίδια κι ο κόσμος θα γεμίζει πλατείες με ιδέες και σημαίες και λόγια. Κάπου σε εκείνο το χωροχρόνο χωρίς σκόνη και κάπνα θα ακονίζεται και η δική μου αναλογία. Χωρίς εξάρσεις και θαυμαστικά, χωρίς υπερβάσεις. Κι αν για τους άλλους έγραψα πέντε αράδες για σένα θα γράψω δέκα. Διαθήκη στην βραχυπρόθεσμη μνήμη, πετραδάκια για τις σόλες χιλιάδων παπουτσιών που θα γράψουν μια ιστορία στους δρόμους. Την ιστορία πως κάποιοι τολμούν να αγαπούν χωρίς σάλια και σάχλες αλλά με χρώμα και βλέμματα...»



Ξέρω τι σκέφτεσαι. Εκείνο το σύνθημα που είδες σε ένα τοίχο βρώμικο και παλιό : «Χαρίζω τη μοναξιά μου». Σου υπόσχομαι πως αύριο θα πάμε να ασβεστώσουμε. Κοιμήσου τώρα. Αύριο. Πριν την ανάσταση..