Translate

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ



Όνειρο ζωής να σπουδάσω, να φύγω από τον κλειστό και στενό τόπο μου και να ανοίξει το μυαλό μου. Οραματιζόμουν το μέλλον μου με βιβλία και σημειώματα και γράμματα και κιτάπια γεμάτα ιστορίες και συγγραφείς και καταραμένους ποιητές. Κι ονειρευόμουν μονάχα βιβλία και πληροφορίες και γνώσεις. 

Η μάνα μου μού ΄δινε το χαρτζηλίκι για να πάρω παπούτσια ή ένα φορεματάκι, αφού κοριτσάκι ήμουν κι εγώ το κανα βιβλία. Τέτοια λαχτάρα! Ακραίο πλάσμα! Μονόχνωτο! Δε συζητάω για τα φλερτ! Ένας κακομοίρης συμμαθητής μου που τόλμησε να μου αφήσει ένα γλυκό και τρυφερό ραβασάκι κάποτε, κατέληξε κι αυτός και ο ποιητικός έρωτας του στο γραφείο του γυμνασιάρχη. Λες και το διάβασμα σε υποχρέωνε να καλογερέψεις κιόλας και να απέχεις από όλα τα εγκώσμια. Καλά να πάθω!

Καλή μαθήτρια αλλά σιωπηλή. Αόρατη πολλές φορές σε σημείο που πολλοί καθηγητές αγνοούσαν και το όνομα μου. Όχι, δεν ήμουν ΣΤΑΡ! Ήμουν όμως φανατική φεμινίστρια και υποστηρικτής των αδυνάτων. Ο Ζορό είχε κάνει μεγάλη ζημιά στην μελλοντική θηλυκότητα μου. 

Όποτε με ρωτούσαν τι θέλω να σπουδάσω, εγώ έλεγα αρχαιολόγος! Ο Ιντιάνα τζόουνς μου είχε καλλιεργήσει τη φαντασία η οποία κάλπαζε ασύστολα στην κατάρα του Χέοπα και στις πυραμίδες της Αιγύπτου. Άρα, «ζαβό» θα με χαρακτήριζες αλλά με πολύ συγκεκριμένο στόχο και ξεκάθαρα σχέδια που τίποτα δε μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μου. Στον αγώνα μου είχα πάντα φανατικό υποστηρικτή τον πατέρα μου ο οποίος καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι κάθε φορά που εμφανιζόμουν με τον έλεγχο προόδου.

Ώσπου στο δρόμο μου εμφανίστηκε ο δράκουλας. Μια φιλόλογος νάρκισσος που μιλούσε μόνο για να ακούει τον εαυτό της και να σκέφτεται πόσο υπέροχα τα λέει. Δίδασκε έκθεση στο φροντιστήριο και ποτέ μα ποτέ δε θυμάμαι να μας παρέδωσε άσκηση για το σπίτι. Εγώ κλείστηκα στη σιωπή μου και την άκουγα. Να φύγω από εκεί ούτε κουβέντα αφού ο πατέρας μου υποστήριζε ότι ήταν η καλύτερη και σπούδασε με μεγάλη φτώχια. Και μετά ξέχασε την καταγωγή της και νόμιζε ότι ήταν απόγονος του Καζαντζάκη. Όπως καταλαβαίνετε δεν ανταλλάξαμε ποτέ κουβέντα. Δε γνωριστήκαμε, δεν αγαπηθήκαμε, δεν αποκτήσαμε σχέση ζωής. Αδιαφορούσαμε η μία για την άλλη κι εγώ απλά την ανεχόμουνα μέχρι να πείσω τον πατέρα μου για το αταίριαστο.

Κάποια στιγμή εκείνος είχε τη φαεινή ιδέα να έρθει από το φροντιστήριο και να επιβεβαιώσει τη φήμη της καλής μαθήτριας. Τη συνάντησε στο διάδρομο και της έδωσε το χέρι του καθώς της χαμογελούσε πλατιά σίγουρος ότι τον θυμάται. Μετά τα τυπικά της συνάντησης τόλμησε να ρωτήσει και για την πρόοδο μου. Και τότε εκείνη πέταξε το μπουρλότο!!!! «Κύριε Δημήτρη, δεν είναι όλα τα παιδιά για πανεπιστήμια και σπουδές. Και μια τέχνη είναι πολύ σημαντική. Θα σας πρότεινα λοιπόν να τη στείλετε να γίνει κομμώτρια». Στήλη άλατος ο Βλαχάκης! Αν του μετρούσες την πίεση εκείνη την ώρα θα έπρεπε να καλέσεις ασθενοφόρο για να μεταφερθεί στη μονάδα εντατικής θεραπείας από την ασθένεια των πικρόχολων και άσχετων ανθρώπων. Καθότι ευγενικός όμως και ψύχραιμος άνθρωπος την ευχαρίστησε και αποσύρθηκε διακριτικά. Ευτυχώς είχε πάντα εμπιστοσύνη στο παιδί του αλλά και στο δικό του όνειρο που δεν ήταν άλλο από το να καταφέρει να σπουδάσει τα παιδιά του μιας και αυτός ποτέ δεν τα κατάφερε. Κατευθύνθηκε λοιπόν στο σχολείο για να ακούσει και μια δεύτερη άποψη. Εκεί η αγαπημένη μου καθηγήτρια του εγγυήθηκε ότι η επιτυχία μου στο πανεπιστήμιο ήταν σίγουρη και ότι αν δεν πραγματοποιήσω το όνειρο μου προτίθεται να του επιστρέψει όλα τα χρήματα που θα ξοδέψει. 

Ήταν η πρώτη φορά κι ευτυχώς όχι η τελευταία που ένας άνθρωπος με υπερασπίστηκε και πίστεψε σε μένα. Δυστυχώς έφυγε όμως νωρίς γιατί οι πολύ καλοί φεύγουν έτσι. Ήταν πάντα εκεί ακόμα κι όταν διορίστηκε κάπου αλλού. Μου έστελνε γράμματα και βιβλία και με πλημμύριζε με την αγάπη της. Δεν πρόλαβε όμως να μάθει τα ευχάριστα αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο έκανα ένα μεγάλο τραπέζι με πολύ φαϊ και κρασί και μουσική και κέφι. Εννοείται ότι κάλεσα και το δράκουλα. Πήρα το ποτήρι μου, την πλησίασα και με έπαρση της ξεστόμισα: «Στην υγειά σας και λυπάμαι που σας απογοήτευσα και δεν έγινα κομμώτρια. Δυστυχώς θα γίνουμε συνάδελφοι» και αποχώρησα ως κυρία και ΣΤΑΡ της βραδιάς αλλά και της δικής μου ζωής.



Μην αφήνεται κανένα να σας αποθαρρύνει και να σας κόβει τα φτερά. Το δρόμο τον χαράζουμε μόνοι μας και τα εμπόδια είναι για μας επιβεβαιώνουν ότι έχουμε δυνατότητες που δεν τις ξέρουμε μέχρι να τις μάθουμε. Δεν υποτίμησα ποτέ κανένα επάγγελμα και βέβαια ούτε την τέχνη της κομμωτικής. Όσες φορές όμως έπιασα το ψαλίδι και έκοψα τα μαλλιά μου όμως έγινα σα κατσίκι και αναγκάστηκα να μείνω στο σπίτι μέχρι να μακρύνουν και να στρώσουν. Εμείς ξέρουμε καλύτερα για τον εαυτό μας και τα όνειρα που κουβαλάμε. Οι άλλοι απλά μπορούν να μας πουν : ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ!!!!!!

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ




Μου αρέσουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις. Με μαγεύουν τα παραμύθια. Έχουν εκείνη την απόκοσμη δύναμη των αλαφροϊσκιωτων, των ξωτικών. Κάτι από τις νεράιδες που κανείς δε μπορεί να τις δει παρά μόνο να τις νιώσει αν τις πιστέψει.

Ο Κλήδονας είναι μια παλιά ιστορία. Αντικατοπτρίζει την ανάγκη των ανθρώπων να γνωρίζουν τα μελλούμενα, να είναι προετοιμασμένοι για τα καλά και τα άσχημα. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση οι ανύπαντρες κοπέλες προσδοκούσαν την επιβεβαίωση ότι σύντομα ο αγαπημένος θα προβάλει στην πόρτα μετά του πατρός και θα ζητήσει το χέρι της κοπέλας. Κι ύστερα θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς δε θα μαθαίναμε ποτέ τη συνέχεια.

Εγώ μεγάλωσα με αυτό το έθιμο αλλά μόνο με την αφήγηση του από τη γιαγιά. Δεν είχα ποτέ την τύχη να συμμετέχω στην αγωνία και στην αναζήτηση του πριγκιπόπουλου. Ο ορθολογισμός είχε κυριέψει την εποχή και οι φεμινίστριες προσπάθησαν να «εξαφανίσουν» όλα τα έθιμα που υποβίβαζαν τη γυναίκα σε πριγκίπισσα που μεγάλωνε μόνο με την ανάγκη της κοινωνικής αποκατάστασης. 

Θυμάμαι όμως τη γιαγιά μου να λέει όμορφες αλλά και τρομακτικές ιστορίες. Ήταν η πιο μικρή της παρέας αλλά αυτό δεν την απέτρεψε από το να πάρει μέρος μία και μοναδική φορά. Για πολλά χρόνια άκουγα την ιστορία και συχνά έβλεπα τον ίδιο εφιάλτη. 

Την παραμονή του Αϊ –Γιαννιού οι κοπέλες του χωριού μαζεύτηκαν σε ένα σπίτι και ανέθεσαν στην μεγαλύτερη να φέρει από ένα πηγάδι το αμίλητο νερό. Οι κοπέλες δεν έπρεπε να πουν λέξη και στη συνέχεια έβαζαν μέσα στη στάμνα από ένα ριζικάρι. Ένα αντικείμενο δηλαδή που συνήθως ήταν φρούτο ή κόσμημα. Έπειτα τοποθετούσαν τη στάμνα στην ταράτσα όπου παρέμενε όλη τη νύχτα. Υποτίθεται ότι το βράδυ τα κορίτσια έβλεπαν στον ύπνο τους εκείνον που θα γινόταν άντρας τους.

Αυτή ήταν η καθιερωμένη διαδικασία. Στο δικό μου χωριό όμως υπήρχε μια παραλλαγή. Η γιαγιά μου ήταν 12 χρόνων και ακολούθησε τις αμίλητες κοπέλες στο πηγάδι την επόμενη μέρα. Καμιά δεν είχε τολμήσει να μιλήσει από την προηγούμενη μέρα. Μία μία με τη σειρά έσκυβε πάνω από το πηγάδι και ζητούσε από το νερό να της φανερώσει την εικόνα του αγαπημένου. Πόσα μυστικά κρύβει κι αυτό το νερό!!! Η θεία η Παπαδιώ είδε ένα ψηλό με στολή, η Κατίνα ένα αγρότη με τσάπα, η Μαρίκα ένα παπά, η Αμαλία έναν γεροδεμένο που κρατούσε στα χέρια ένα βιβλίο. Έτσι η Παπαδιώ παντρεύτηκε αγροφύλακα, η Κατίνα τον Παντελή με τα κτήματα, η Μαρίκα έγινε παπαδιά και η Αμαλία ένα δάσκαλο. Η γιαγιά μου όμως που ήταν ακόμα παιδάκι και δεν ήξερε από σεβντάδες και έρωτες ζήτησε να μάθει πως θα περάσει τη χρονιά. Έσκυψε πάνω από το πηγάδι, συγκεντρώθηκε κι έκανε την ευχή. Και τότε αγρίεψε το νερό και το στοιχειό από το πηγάδι έδωσε την εικόνα ενός κρεβατιού με μια μαύρη σκιά ξαπλωμένη και αργά- αργά τη φιγούρα κάλυψε ένα σεντόνι μέχρι το κεφάλι. Η γιαγιά τρόμαξε κι έχασε τις αισθήσεις της. Οι άλλες κοπέλες πρόλαβαν και την έπιασαν πριν πέσει μέσα στο πηγάδι. 

Λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος ήρθε το μαντάτο στο σπίτι. Ο αδερφός της που υπηρετούσε στο Διδυμότειχο ως φαντάρος σκοτώθηκε. Ήταν η εποχή του εμφυλίου.

Κάθε φορά που η γιαγιά έλεγε την ιστορία έβλεπα στα μάτια της την αγωνία και τη θλίψη. Θυμάμαι να λέει πως τα μελλούμενα καλύτερα να μην τα αναζητούμε γιατί βιάζουμε την τύχη μας κι εκείνη για να μας εκδικηθεί αλλάζει ρότα. 

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα τη φέρνω στο μυαλό μου. Και συνειδητοποιώ πως άθελα της με έπεισε πως αυτά τα μαγικά δεν είναι για μένα. Κι ας μην πίστεψα ποτέ ουσιαστικά σε αυτές τις εικόνες που έβγαιναν από το πηγάδι. Κι ας αγαπούσα πάντα τις νεράιδες και τα ξωτικά. Μου αρέσει όταν η ζωή με ξαφνιάζει….

Και του χρόνου!!!!

Φέρτε τ’ αμίλητο νερό νεράιδες του Κληδόνου,



κι ας τάξουμε στη χάρη του ν’άρθουμε και του χρόνου.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ




Απροσδιορίστου ηλικίας. Τζιν παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι, μόνιμο μειδίαμα στα χείλη. Εμείς όλοι μεγαλώσαμε μα εκείνος παραμένει ίδιος. 

Το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι είναι «ο μαύρος γάτος». Το πρώτο δικό του τραγούδι που άκουσα ένα βράδυ καλοκαιρινό με νοτιά δαιμονισμένο. Μαζεμένα όλα τα καλόπαιδα του χωριού γύρω από ένα μπιτόνι βενζίνης, ανοίγαμε το καπάκι, τραβούσαμε γερές τζούρες κι ύστερα στριφογυρνώντας σε ένα διονυσιακό χορό από τα καμένα κύτταρα του εγκεφάλου τραγουδούσαμε τον πονηρό, μαύρο γάτο. Ένα «παιδικό» τραγουδάκι που χρόνια αργότερα μάθαμε ότι μόνο παιδικό δεν ήταν. Και οι στίχοι γραμμένοι από ένα μεγάλο τραγουδοποιό που θα εμφανιζόταν στο μακρινό μέλλον με δική του σχολή: Το Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Κι ύστερα ξημεροβραδιαζόμουν αγκαλιά με το κασετοφωνάκι και την κασέτα από το «σταυρό του νότου» με ένα θερμαστή από το Τσιμπουτί. Πόσες «μασημένες» κασέτες έθαψα και θρήνησα! Πόσες φορές ονειρεύτηκα το Γουίλι που αγαπούσε την άσπρη σκόνη κι ας μην είχα καταλάβει ποτέ τι το μαγικό είχε που τον έκανε να είναι εξαρτημένος και να παρακαλούν όλοι το Θεό να τον συγχωρήσει και να μην του στερήσει ποτέ εκείνη τη λευκή χαρά.

Το Βασίλη τον ερωτεύτηκα βαθιά, αγνά και αληθινά. Με έμαθε να κάνω το χέρι μου κιθάρα και να παίζω, να χτυπάω το κεφάλι ρυθμικά κουνώντας τα μακριά μου μαλλιά, να μη φοβάμαι να είμαι ροκ, να πιστεύω ακράδαντα πως «δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη», να απαιτώ να με αφήνουν να κάνω λάθος, να ζητώ ένα ψέμα για να αποκοιμηθώ. Ζήλεψα μια Στέλλα που της τραγουδούσε και την καλούσε στην αγκαλιά του για να κοιμηθεί, βροντοφώναξα πως δεν υπάρχω και είμαι εδώ, χαιρέτησα την εξουσία μα κράτησα την ουσία και φοβήθηκα για όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα.

Για χάρη του πήδηξα από μάντρες για να καταφέρω να τον δω όταν δεν υπήρχε «σάλιο» για εισιτήριο, έδωσα το τελευταίο μου χαρτζιλίκι για να αγοράσω το «πασπαρτού», τσαλαπατήθηκα σε συναυλίες, έπεσαν πάνω μου αγριεμένοι φανατικοί οπαδοί του, κάηκα με φωτοβολίδα στο πόδι, είδα κόσμο να σπρώχνεται και να σπρώχνω κι εγώ για να μπορέσω να πάρω θέση και να ταξιδέψω.

Ο Βασίλης τραγούδησε για τους εργάτες, τους αγρότες, τους αναρχικούς, τους προλετάριους, τους εξόριστους. Έκανε τραγούδι το δικαίωμα των ανθρώπων να αγαπούν, να ονειρεύονται, να διεκδικούν, να τσαλακώνονται, να ακολουθούν και να χωρούν στο λακάκι του λαιμού εκείνων που αγαπούν. Κι εμείς απαιτήσαμε με τη συναίνεση του στα πλαίσια μιας αγάπης αγνής και δυνατής να μας πάρει ο αγαπημένος μας και να κρυφτούμε μέσα του σα να μη ζήσαμε πριν από το βράδυ αυτό που γνωρίσαμε το απόλυτο συναίσθημα του έρωτα. Και θα θυμάμαι πάντα την ανατριχίλα που ένιωσα όταν άκουσα: «η αγκαλιά σου είναι η σκάλα του Μιλάνου κι εγώ απόψε έχω επίσημη πρεμιέρα».

Το 1999 λίγο πριν τον αποχαιρετήσω θα κυκλοφορήσει η δουλειά με το Μικρούτσικο και τον Ιωάννου «θάλασσα στη σκάλα» και για άλλη μια φορά θα ταυτιστώ μαζί του – προσπαθώντας να ξεπεράσω ένα μεγάλο έρωτα- με το : 

Δεν έχω όμορφο νησί, κανείς δε θα με ψάξει

Ούτε κάνα πιστό σκυλί στα πόδια μου θα κλάψει

Δεν έφυγα από πουθενά, δεν έχω να ξεχνάω

Απ’ τη ζωή μου έρχομαι και στη ζωή μου πάω.

Και το 2000 θα τον αποχαιρετήσω οριστικά με το «χαμένες αγάπες», θα μεγαλώσω, θα κόψω τα μαλλιά μου κοντά και θα δηλώσω αντιφανατική του αιώνιου έφηβου. Εκείνος πάλι θα αρνηθεί πεισματικά να μεγαλώσει, θα βάψει τα μαλλιά και θα συνεχίζει να γεμίζει στάδια και γήπεδα.

Ο Βασίλης μας απογοήτευσε ίσως επειδή δε δημιούργησε ποτέ ένα επιθανάτιο μύθο. Δε μας έκανε τη χάρη να πεθάνει νωρίς, να πάρει υπερβολική δόση, να καταστραφεί για να δώσει τροφή στην τραγική φαντασία μας, να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας του και να μας αποχαιρετήσει παίρνοντας θέση στο μουσικό, ουράνιο στερέωμα. Και εντέλει δεν είχε ποτέ , όπως μάθαμε αργότερα, ένα αδερφό κουρσάρο που σκοτώθηκε με τη μοτοσικλέτα στην άσφαλτο με παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό. Αντίθετα, παντρεύτηκε, έκανε παιδί και μάλλον στα μάτια όλων των ροκ τύπων συμβιβάστηκε ακολουθώντας την πεπατημένη. 

Και καμιά φορά ονειρεύομαι κι ελπίζω να δω το Βασίλη στη σκηνή με ένα πιάνο. Μονάχο ένα πιάνο. Να έχει ολόγιομο, αυγουστιάτικο φεγγάρι και απόλυτη ησυχία. Να τραγουδήσει τις όμορφες μπαλάντες του, χωρίς ουρλιαχτά και υστερίες. Να με ταξιδέψει πίσω σε εκείνα τα χρόνια και να μελώσει το μέσα μας από νοσταλγία και τρυφερότητα και αγάπη. Να ενώσουμε όλοι τα χέρια και να υποκλιθούμε στο μεγαλείο του. Κι εγώ θα τον συγχωρήσω που μεγάλωσε και άσπρισαν τα μαλλιά του κι έκανε ρυτίδες και εγκατέλειψε την εφηβεία για χάρη μιας σοφίας ακέραιης και ρομαντικής. Κι ύστερα να καλέσει την Τσανακλίδου στη σκηνή και ο καθένας να τραγουδήσει για τη δική του μαμά. Να πει εκείνη : «μαμά γερνάω», κι εκείνος: «Πίσω μου τρέχεις μια ζωή, 

με ένα πιάτο και μια ευχή

τότε με κράταγες σφιχτά, τώρα κοιτάς από μακριά».



Ένα τραγούδι σε στίχους του Ιωάννου που με έκανε να στρέψω πάλι την προσοχή μου στο Βασίλη και να παραδεχτώ πως ακόμα είναι σπουδαίος μα θα ήθελα και κάτι διαφορετικό τώρα που εγώ μεγάλωσα και δεν έχω την ορμή της εφηβείας. Μα πάντα θα θυμάμαι ότι εκείνος τραγούδησε τους ποιητές που αγάπησα…

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ














Έγινες πια μια ανυπόστατη, κερωμένη ανάγκη χωρίς πρόσωπο, χωρίς μάτια, χωρίς στόμα. Μόνο να μιλώ για σένα μπορώ. Τίποτα άλλο δεν έμεινε. Βαλτωμένο νερό οι ώρες που κυλούν γρατζουνώντας το σκοτάδι. Αυλάκια οι γραμμές στο πρόσωπο σου. Βαθιά αυλάκια που δε μετρούν το χρόνο. Πότε ήταν χθες και πότε θα είναι αύριο. Χωρίς τώρα. 






Κι ούτε μια ομπρέλα διαφυγής να δραπετεύσω από τη σκέψη σου. Τις λέξεις μου τις χαράζω με φαλτσέτα για να πονούν όσα πονάς κι εσύ. Όσο πονά η σιγουριά της απουσίας σου. 






Μόνο να μιλώ για σένα μπορώ. Το τελευταίο οχυρό της ανάγκης μου. Της ακαθόριστης ανάγκης των ανθρώπων να αγαπιούνται κι ας είναι αποτεφρωμένη η ελπίδα από την καλοκαιρινή φωτιά. Εξ’ αμελείας έγκλημα οι σκέψεις που ορθώνονται και σκηνοθετούν την προσμονή σου. Τα καλοκαίρια που σχεδίασα σε χάρτες κι ύστερα χάθηκαν τα σημάδια κι εξαφανίστηκαν τα ταξίδια. Μισά ταξίδια γιατί τα ολόκληρα ταξίδεψαν μόνα τους.






Όταν μιλώ για σένα κοιτάζω το ρολόι στο ακριβώς. Ποτέ στο και μισή, ποτέ στο και τέταρτο. Να είναι ακριβώς οι κουβέντες μου στις ασύμμετρες ευθείες. Σαν γλυπτό του Ροντέν με ακρίβεια και συμμετρία.






Η απουσία σου διαμελίζει το παρόν. Χιλιάδες μικρά κομμάτια που έχασα το μέτρημα και σα μανιοκαταθληπτικός ξαναρχίζω την αρίθμηση. Το είδωλο σου στο ταβάνι και οι αγωνίες να πενθούν για τις κρυψώνες που λεηλατήθηκαν κι έγιναν λαγούμια.






Είναι μέρες που τα μαλλιά μου μακραίνουν και ακουμπούν στο χώμα. Τότε μου δίνω άφεση αμαρτιών. Σκαρί ανεμοτσακισμένο και το βλέμμα μου ψάχνει να ακουμπήσει στην ανάγκη σου που επωμίστηκα και κουβάλησα σα σταυρό. Και δεν ήσουν εκεί. Ποτέ δεν ήσουν. Μα ήθελα να ξέρεις πως το «μαζί» σηκώνει μισό βάρος και χαίρεται ολόκληρη χαρά. Κι εσύ δε μου χάρισες ποτέ το πασπαρτού να ξεκλειδώσω τα μάνταλα και να την ασφυκτική μας μελαγχολία. Κι ας είπες πως θα ‘ρθεις κι εγώ σε πίστεψα. 






Έσσετ΄ ήμαρ που η θύμηση σου θα γίνει ρούχο που θα στενέψει και θα κοντύνει. Κι όλο θα κονταίνει κι όλο θα στενεύει. Να προλάβεις μονάχα πριν γίνει κουρέλι και χαθεί γιατί τότε δε θα φταίω. Κι αν χαθεί δε θα βρει ποτέ το δρόμο να γυρίσει γιατί έτσι είναι η δική μου στόφα. Όλο ξεχνώ όταν πονώ πολύ.














Έτσι μιλώ για σένα μέχρι τώρα. Μα κάποτε δε θα μιλώ καθόλου…

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΡΩΣ







Έτσι μάθαμε την κλίση του ειμί πριν έρθουμε σε επαφή με τα αρχαία. Κόκκινο τετραδιάκι, στολισμένο με φωτογραφίες διάσημων όμορφων της εποχής, προσεγμένο και καλοδουλέμενο αφού πάντα υπόβοσκε ένας κρυφός διαγωνισμός για το ποιο λεύκωμα θα είναι το καλύτερο. Ο «κτήτωρ» δεν αποκάλυπτε ούτε στην τελευταία σελίδα την ταυτότητα του σε αντίθεση με όλους τους γράφοντες που στην τελευταία σελίδα έδιναν τα πραγματικά τους στοιχεία. 

Οι ερωτήσεις έπρεπε να απαντηθούν όλες: τι εστί λεύκωμα, τι εστί φιλία, τι εστί γάμος, τι εστί οικογένεια, ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι, χρώμα, βιβλίο, άθλημα… Για όλες υπήρχε απάντηση. Θυμάμαι όμως πως πάντα με δυσκόλευε η ερώτηση: «Τι εστί έρως». Δεν ήξερα ποτέ τι έπρεπε να γράψω. Έσπαγα το κεφάλι μου, έγραφα κι έσβηνα, ποτέ δε μου φαινόταν αρκετή και εύστοχη η απάντηση. Έτσι κατέληγα να απαντώ με στίχους από τραγούδια και να προσπερνώ γρήγορα την ερώτηση. Απλά αποδέχτηκα ότι δεν έχω για όλα απάντηση και σταμάτησα να προσπαθώ να εξηγήσω την έννοια του έρωτα.

Σήμερα το πρωί το βλέμμα μου έπεσε σε δυο φωτογραφίες. Μου πήρε 30 χρόνια για να βρω απάντηση στην ερώτηση του κόκκινου λευκώματος με τις ανακριτικές ερωτήσεις. 

Ο έρωτας βρίσκεται στο αθώο βλέμμα δυο παιδιών. Έχει το αθάνατο νερό και τη μαγική συνταγή για να ζεις απαλλαγμένος από την καχυποψία και την εγκατάλειψη. Δεν έχει τίποτα απλό, ρηχό και συνηθισμένο. Δεν έχει κλειδωμένες πόρτες γιατί δε θέλεις και δε μπορείς να νιώθεις ασφαλής. Έχει γέλιο χωρίς ενοχή και ταξίδι στο κέντρο της γης. Ο χρόνος παγώνει και χιλιάδες πυγολαμπίδες φωτίζουν τα μονοπάτια των εραστών. Σου μπήγουν καρφιά στα χέρια και στα πόδια για να μη δραπετεύσεις κι εσύ πατάς γκάζι και πας ολοταχώς για την ελευθερία. Γιατί ο έρωτας είναι μια μεγαλόπρεπη ελευθερία χωρίς ενοχή, χωρίς τύψεις με κουράγια και αντοχές. Είναι μπαξές ολάνθιστος χειμώνα, καλοκαίρι. Είναι φυγή δίχως ντροπή, δίχως απαγορεύσεις.

Ανήφορος η ζωή κι ο έρωτας στην κορφή να λάμπει και να σε προκαλεί να ζήσεις. Κι εκείνες οι μέρες οι ανάποδες και θλιβερές δεν έχουν θέση. Ο έρωτας είναι γιορτή και πανηγύρι και μουσική και λούνα παρκ! Δεν έχει ηλικία. Δεν έχει θάνατο. Έχει σπαθιά και μαχαίρια που μπήγονται απανωτά και γίνονται νταλκάς και σεβντάς και τραγούδι.



Ο έρωτας κι ο θάνατος

Ίδια σπαθιά βαστούνε

Κι οι δυο με τρόπο βιαστικό 

Και ύπουλο χτυπούνε.

Δυο χέρια να μετρούν το χρόνο αλλιώτικα, να τον αγκαλιάζουν, να τον χαϊδεύουν απαλά και προσεχτικά, να του χαμογελούν με αθωότητα. Να ξαπλώνεις στην άμμο κι ένα βλέμμα να σε λούζει με αγάπη. Κι ύστερα να σου χτενίζει τα μαλλιά και να σου πλέκει κοτσιδάκια. Να σου φορά καπέλο για να μη σε δει ο ήλιος και ζηλέψει και σε παραπλανήσει.



Μακάριοι οι θνητοί που ήρθαν στη γη και βίωσαν το απόλυτο, το μοναδικό, το αδύνατο. Μακάριοι κι αυτοί που ακόμα ελπίζουν. Γιατί ο έρωτας πάνω από όλα είναι ελπίδα εμβληματική. Γιατί ο έρωτας είναι σε αυτή τη φωτογραφία….

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ







Γιατί καμιά φορά η εικόνα αξίζει παραπάνω και τότε πρέπει να σιωπά η ευφάνταστη λογική, να βουβαίνεται το μυαλό και να χειρονομεί μονάχα η καρδιά. 

Γιατί η πραγματική ζωή δεν έχεις θώκους και αξιώματα, μήτε σιρίτια και λοφία αλλά είναι μια μικρή κουκίδα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και κουβαλά χρώματα και οσμές. 

Γιατί η έπαρση για τη ζωή σου και τη ζωή μου συρρικνώνεται μπροστά στο μεγαλείο και την εθιστική μέθη της αιχμαλωσίας αυτής της στιγμής. Του χρόνου που μεσολαβεί για να ρθει η νύχτα. Εκείνη η νεκρή ζώνη ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα. Ολόκληρη ένα έμβλημα ζωής με μετάξι και κέδρο και αλμύρα και αύρα θαλασσινή χαμένη στο χωροχρόνο.

Γιατί το κεντρί που θα σε ξυπνήσει και θα σε κάνει εθελούσια να αποδράσεις από τη μιζέρια είναι η πληγή των πολλών που κρύβονται σε μια δαιδαλώδη κυψέλη με κερί και μυστικούς διαδρόμους.

Γιατί πλανήθηκες σαν Οδυσσέας και οι άλλοι γελούσαν για όλα τα καραβοτσακίσματα χωρίς γλυκό χάδι με φίδια στον κόρφο σου μόνο και μόνο για να δεις αυτά τα χρώματα.

Γιατί γεμίσαμε κομπάρσους χωρίς πρωταγωνιστές σε ένα θίασο πλανόδιο χωρίς έργο με φοβισμένους σκοτεινούς ήρωες.

Όλα τα λέει η εικόνα. Κι εγώ βάζω φουρκέτες στα μαλλιά και τρέχω ολοταχώς να συναντήσω την καλοκαιρινή ζωή που για αυτήν μόνο αντέχαμε όλο το χειμώνα. Βάφω το πρόσωπο μου σε ίδια χρώματα κι εύχομαι να βαφτεί και η ψυχή μου σαν ουράνιο τόξο και σα βεγγαλικό να εκτοξευτεί στον ουρανό και να γεμίσει ο κόσμος σαπουνόφουσκες αν αυτές που φτιάχναμε παιδιά.

Γιατί κι αν το χάδι ήταν γλυφό καμιά φορά είχαμε πάντα να περιμένουμε το επόμενο. Και μην ξεχνάς πως ο χρόνος κυλά γρήγορα…



Ώρα καλή!!!!!!

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

«ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΩΣ ΜΟΙΑΖΕΙ Η ΣΙΩΠΗ….»




Έχω καιρό να γράψω. Ίσως γιατί έχω και καιρό να νιώσω. Τόσο αδιάφορα συναισθήματα ασπάζομαι αυτές τις καλοκαιρινές μέρες. Τόσα άχρωμα, άγευστα, άοσμα που σκέφτομαι πως μάλλον ζω σε ενυδρείο. Σαν ψάρι που κάθε λεπτό ξανασυστήνομαι ή προσπαθώ να θυμηθώ από ποια μεριά είδα τα πρόσωπα που συνάντησα. 

Εκείνες οι μέρες οι αδιάφορες! Εκείνες οι μέρες που δε φέρνουν τίποτα! Ούτε ανεβοκατεβάσματα, ούτε αέρηδες, ούτε μια πινελιά καινούριο. Επίπεδα όλα! Και η γη ολοστρόγγυλη και μια σταλιά που θαρρείς πως με ένα σάλτο τη γύρισες και την είδες όλη. Και αν δεν έχεις ένα πρόσωπο να σε περιμένει σε ποιον να τη διηγηθείς την ιστορία που συνάντησες;

Χόρευε το μυαλό μου μέσα στο αυτοκίνητο. Σε μια απόσταση 40 χιλιομέτρων είδα τις σκέψεις μου χαμένες και βουβές. Πότε στο χθες που με χωρίζει ένα τσιγάρο δρόμος, πότε στο σήμερα που, ανάθεμα με, κι αν ξέρω να διακρίνω! Ποτέ δεν έμαθα πως τα ξεχωρίζεις αυτά τα δυο. Ποιο ήταν και ποιο είναι.

Αγαπώ τα τραγούδια. Και προτιμώ τον ελληνικό στίχο γιατί αγαπώ τη γλώσσα μου, την κατανοώ, είναι οικεία, κτήμα μου και δούλεψα σκληρά για να αποκτήσω, για να με αγκαλιάσει και να ανταλλάξουμε φιλιά και δώρα. Είναι μια σχέση που δουλεύεται ακόμα. Κι έτσι όταν οι αποστάσεις είναι μεγάλες και ταξιδεύω μόνη μου βάζω δυνατά μουσική, ανοίγω το παράθυρο ό,τι καιρό κι αν κάνει κι αφήνω τον αέρα από το Γιούχτα κι ύστερα από τα Αστερούσια να μου ανακατεύει τα μυαλά. Κινηματογραφική ηρωίδα γίνομαι με τραγικότητα και μυστήριο και πάθη αδιαφιλονίκητα και ανθρώπινα που δεν έχει αντίβαρο και οξειδώνεται αργά στην πολυτέλεια του τίποτα.

Σήμερα μου έκανε την τιμή ο Αγγελάκας. Μπορεί να είναι και ο μοναδικός που κράτησα από την εποχή της εφηβείας. 

«Μέσα μου ο αέρας που φυσά

Στιγμή δε λιγοστεύει 

Μάλλον τρελά θα μ’ αγαπά

Γι’ αυτό έτσι με παιδεύει

Αυτή η αρχέγονη κραυγή που ακούγεται στο τραγούδι που καταπατεί το θάνατο και φέρνει τον αέρα να στοιχιώσει τις ζωές των ανθρώπων, τα όνειρα, που στροβιλίζει στη δύνη του σήμερα τη ματαιότητα και την κάνει δύναμη και τραγούδι και κραυγή!! Μεγαλείο ζωής και ανάσα λύτρωσης! Πόσο μικροί είμαστε για να μας αξίζει αυτή η κραυγή κι αυτή η ανάσα και η λευτεριά της ψυχής! Κι αν έφευγα μια μέρα έτσι ξαφνικά αυτό το τραγούδι θα θελα να ακούγεται από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου χωρίς λοιδορία και μομφή για όλα αυτά που ήρθαν κάποτε κι έκλεισα τα μάτια να μην τα δω κι εκείνα βρήκαν τρόπο και με κυρίεψαν. 

Κι ύστερα πετώντας με ένα φτερό θα σκεφτόμουν εκείνο το θεϊκό στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου που στοίχειωσε τα παιδικά μου χρόνια κι αργότερα μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο μεγάλη αλήθεια έκρυβε η αταξία του τέλους: «Πριν το τέλος πως μοιάζει σιωπή σαν αγάπη μεγάλη…»

Αν έφευγα ένα πρωί ξαφνικά θα θελα να προλάβω να σου πω πόσο πολύ σε αγάπησα γιατί ήρθες από το χθες και θρονιάστηκες στο σήμερα μπορεί και χωρίς το αιτιατό παρά μόνο με την αιτία, χωρίς αφορμή. Κι ύστερα θα σου άφηνα ένα μικρό σημείωμα για μια νύχτα που μέσα στους αιώνες μονάχα αυτή έμεινε ζωντανή στη μνήμη μου χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς και φαμφάρες, γεμάτη χρώματα κι ας ήταν νύχτα χειμωνιάτικη. Θα σου έλεγα για την αίσθηση που είχε την εικόνα μιας παιδικής ζωγραφιάς αθώας με ανθρώπους που υψώνουν τα ποτήρια κι εύχονται καλή τύχη στα μελλούμενα. Ή ακόμα κι αυτός ο στίχος που μου θύμιζε και θα μου θυμίζει πάντα εσένα: 

"Μου 'γνεφε η καρδιά,πάρε μυρωδιά,

το λάδι εδώ πως καίγεται 

και ζήσε το ταξίδι"....



Αν δεν προλάβαινα απλά ήθελα να το ξέρεις….

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Έρωτες και πάτωμα







Το μυαλό είναι σβούρα. Μια σβούρα παιδική, κόκκινη. Ό,τι έμεινε από τα παιδικά σου παιχνίδια. Ό,τι είχε μείνει δηλ γιατί πια δε σου ανήκει. Ταξίδεψε για να αποκτήσει μνήμες και να τις εξιστορήσει αργότερα.

Μεγαλεπίβολα σχέδια! Μια σβούρα και η ζωή σου που γυρνούσε, γυρνούσε, όλο γυρνούσε κι ύστερα ξέπνοη έπεφτε στο πάτωμα και περίμενε το επόμενο χέρι βοήθειας. Κι ο έρωτας πάντα ταβάνι και πάτωμα. Ένας φαύλος κύκλος.

Πόσα χέρια! Και πόσα μάτια να σε κοιτούν να γυρνάς σα μπαλαρίνα! Κι ύστερα η πτώση. Και ξανά ένα χέρι απλωμένο με λεπτά δάχτυλα, καθαρά. Υποσχέσεις! Μονάχα υποσχέσεις! Με «θα», πολλά «θα», τόσα πολλά που έχανες το μέτρημα μα περίμενες την έκπληξη της υπόσχεσης. Κι εκείνη αργούσε κι εσύ περίμενες…

Φόρεσες κι απόψε τα γιορτινά σου και περίμενες εκείνο το μελωδικό «θα». Στολίστηκες με γέλια. Στόλισες και την ψυχή με γιρλάντες μην τύχει και παραπονεθεί και περίμενες.

Μεγάλη αλήτισσα αυτή η σβούρα. Στροβιλίστηκες κι εσύ στη δύνη της. Σε ρούφηξε το «θα»! και περίμενες με φτερά παγωνιού στην καρδιά! Πολύχρωμα! Αγέρωχα! 

Μεγάλη ξελογιάστρα η υπόσχεση! «Δε θα απογοητευτώ», είπες. Και δεν απογοητεύτηκες. Φόρεσες κάτι αστείο για να μην περιμένεις. Για να μην ελπίζεις! Για να μη δικαιολογήσεις την προσδοκία! 

Όταν θα χουν όλα τελειώσει…Τότε… τι παιχνίδια που παίζει κι αυτό το μυαλό! Η πλάνη που μοιάζει με παρακμή. Μια υποψία πως όλα θα πάρουν το δρόμο τους και το μυαλό έχει ήδη φύγει. Χαϊνης κι αυτό κι άντε να το μαζέψεις. Πώς να σταθεί στο τώρα; Πού να βρει αέρα; Πιο ψηλά! Εκεί που δε φτάνει το μάτι. Κι ύστερα η πτώση. Και ο θόρυβος της. . Το πάτωμα καταφύγιο. Ξαπλώνεις και κοιτάς το ταβάνι. Ήθελα να ξερα τι βλέπεις! Ποια ματαίωση σε κρατά τόσο ανήμπορη. Σα ναυαγός χωρίς σανίδα που βολοδέρνει στα κύματα. Λουφάζει η ψυχή σαν το αγρίμι. Φοβάται για λίγο. Μαζεύεται για να πάρει πάλι φόρα. Και ξανά βγαίνει από το λαγούμι και στοχεύει …πιο ψηλά.

Η διπολικότητα της ζωής. Της δικής σου ζωής. Της ζωής όλων! Κι ο κόσμος μικρός. Μια σταλιά! Που να τα χωρέσει όλα. Και οι σιωπιές σου κραυγές που απόψε σε πνιξαν. 

Άτιμη εκείνη η σβούρα! Όλο γυρίζει και γυρίζει…

«ΞΥΠΝΑ ΜΕ ΟΤΑΝ ΘΑ ΧΟΥΝ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ». ‘Ετσι μου έγραψες στον καθρέφτη και αποκοιμήθηκες εκεί στο πάτωμα κοιτώντας το ταβάνι. Και το πρωί θα είσαι πάλι εσύ…





Στον Αντρέα! Το δικό μου Αντρέα που μιλάμε την ίδια γλώσσα. Και ο τίτλος δικός του…