Translate

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Το σακί




Ένα σακί κουβαλούσε όλη μέρα. Ένα σακί ασήκωτο με "πρέπει" που του φόρτωσαν από τότε που είχε αθώο βλέμμα και γρατζουνισμένα γόνατα. Και το σακί βάραινε κι αυτός έγερνε, κι έγερνε, κι έγερνε... ώσπου δε μπορούσε να κοιτάξει πια τον άλλο στα μάτια. Κι η ζωή του κάθε μέρα ίδια! Ένα γραμμόφωνο που έπαιζε πάντα τον ίδιο δίσκο, με χαλασμένη βελόνα. Κι ο ίδιος δίσκος να ακούγεται κάθε λεπτό ίδιος και απαράλλακτος. Και ερχόταν στιγμές που έκλεινε τα μάτια κι ονειρευόταν τη νοσταλγία του αδύνατου σαν ανάμνηση από τότε που γεύτηκε κάτι που δεν το θυμόταν.
Έπρεπε να σπουδάσει, να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, να αγοράσει σπίτι, να αποκτήσει σκύλο, να.. να...να.... Να κλείσει στο σεντούκι της ψυχής του τα "θέλω", να καταχωνιάσει τα όνειρα, να συμβιβαστεί
γιατί η ζωή δεν ξέρει από κρυφές και ασυνήθιστες σκέψεις! Την πεπατημένη! Μόνο αυτή επιτρεπόταν να ακολουθήσει! Ό,τι ήθελαν πάντα οι άλλοι για κείνον γινόταν "πρέπει"! Ακόμα και οι ευχές που συνόδευαν
τις οικογενειακές συνεστιάσεις είχαν τα "θέλω" των άλλων, των δικών του ανθρώπων που ήξεραν το καλό του. Κι εκείνος υποτάχτηκε και παρέδωσε τα όπλα! Όπως τότε που ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά οι άλλοι
είχαν ετοιμάσει τη δική τους σκηνή με τη δική τους παράσταση!
Και το σακί βάραινε, και γέμιζε, κι αυτός έσκυβε και υποκρινόταν μια ευτυχία που γινόταν κραυγή κι έφτανε μέχρι το λαιμό, έτοιμη να τον πνίξει.
Απόψε όμως ένιωθε διαφορετικά! Σα να θυμήθηκε ξαφνικά πως γίνονται οι επαναστάσεις, πως βγαίνουν πάλι τα "θέλω" και τα ξεχασμένα όνειρα. Τα φόρτωσε σε μια βαλίτσα, άνοιξε την πόρτα μα ένιωσε ένα πόνο στον αυχένα. "Και τώρα πού; πώς;", σκέφτηκε. "όλοι κοιμούνται! Κανείς δε θα καταλάβει τίποτα!" Ούτε σημείωμα δεν άφησε στη γυναίκα του! Ούτε ενα μικρό ραβασάκι για να νομίσει εκείνη ότι ακόμα της γράφει τρυφερά μηνύματα! Αυτή σίγουρα δε καταλάβει κι ας ήξερε κατά βάθος ότι όλα είχαν τελειώσει πριν χρόνια. Πριν κλείσει την πόρτα έριξε μια τελευταία ματιά στο σακί που άφησε. Ένιωσε ανάλαφρος μα και γυμνός!
Μπήκε πάλι μέσα. Δειλία! Δειλός και τρομαγμένος! Ξάπλωσε στο παγωμένο πάτωμα. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε πως ήταν πάλι παιδί με καθάριο βλέμμα! Θολή η ανάμνηση. Τότε που θα άλλαζε τον κόσμο. Πότε; Δε θυμόταν..Η νοσταλγία του έπνιξε την ψυχή! Δεν ξεριζώνονται οι συνήθειες!
Πήρε πάλι το σακί το βαλε μαξιλάρι κι ύστερα έκλαψε πολύ! Για όλα! Μα πιο πολύ για τον ίδιο! Για ό,τι χάθηκε για πάντα και για ότι θα ρθει χωρίς αυτόν! "Αύριο πάλι", είπε. " Αύριο θα προσπαθήσω ξανά!" Κι ας ήξερε ότι δε θα γινόταν ποτέ.. Κι έκλαψε πολύ. Και λυπήθηκε επειδή κατάλαβε ότι δε θα γινόταν ποτέ ο ταξιδευτής των δικών του ονείρων….





Σε όλους για εκείνο το σακί που σηκώνουμε και ξεχνάμε να εγκαταλείψουμε από φόβο…..



ΤΑΠΕΡ ΝΟΥΜΕΡΟ 1




ΣΕΦΕΡΑΤΣΙ: ΣΚΕΥΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΑΛΛΗΛΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΔΟΧΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΦΑΓΗΤΟΥ.(ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ)



Κι όμως υπήρχε και στην τουρκοκρατία το γνωστό σε όλους ταπεράκι! Εκείνο το απίστευτο δοχείο που ήταν η αφορμή για μαζώξεις στα σπίτια για τη γνωστή επίδειξη. Από νωρίς ετοίμαζαν τα κεράσματα, το λικεράκι, το γλυκό κουταλιού (συνήθως σταφύλι που υπήρχε άφθονο στα σπίτια μας μην τυχόν και ξανάρθουν οι Γερμανοί και δεν έχουμε να τους τρατάρουμε!) και τα σοκολατάκια τζοκόντα με το ανεπαίσθητο μειδίαμα που με φυσικότητα εμφανιζόταν στη φοντανιέρα τύπου βίντατζ η οποία ήταν κρυμμένη «στου βοδιού το κέρατο» και άρα δυσεύρετη. Εννοείται ότι οι κυρίες που παρευρίσκονταν στην επίδειξη φορούσαν το ακριβό κυριακάτικο ταγέρ και τα χείλη χρωματίζονταν από το γνωστό σε όλες τις μαμάδες κραγιόν «σάπιο μήλο»! Η οικοδέσποινα που πραγματοποιούσε την «απογευματινή» στο τέλος της βραδιάς έπαιρνε πάντα το δώρο της από την υπεύθυνη της ΤΑΠΕΡ. Και τα σεφεράτσια ταξίδευαν σε κάθε σπίτι, σε κάθε πόλη που πηγαίναμε εμείς τα παιδιά τους πάντα γεμάτα με μαμαδίστικο φαγητό. Και ταξίδευαν με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο και με μεγάλο καϋμό που λείπει ο κανακάρης και το φαγητό θα φτάσει κρύο και που να το ζεσταίνει τώρα!!!!

Αν για κακή σου τύχη το μαγικό δοχείο χανόταν γιατί το μετέφερες στο σπίτι της φίλης σου και προφανώς δεν είχες καταλάβει τη μεγάλη αξία που είχε για τη μαμά με το κραγιόν «σάπιο μήλο», τότε ήσουν καταδικασμένη κι εσύ και η φίλη σου. Εσύ βέβαια προσωρινά γιατί παιδί της είσαι και πόσο να το κρατήσει. Η φίλη σου όμως η «ανεπρόκοπη» και η «μουλάρα» είχε σβηστεί για πάντα από τον κατάλογο με τα καλά παιδιά.

Τα χρόνια πέρασαν και η ΤΑΠΕΡ είναι ακόμα εδώ διαχρονική, πιο ακριβή από ποτέ! Και κάθε μαμά που σέβεται τον εαυτό της προσέχει τα ταπεράκια της σαν τα μάτια της (χωρίς υπερβολή)! Κι αν χαθεί βρες καράβι για να φύγεις!

Μαμάδες όλου του κόσμου ενωθείτε! Σας αγαπάμε ακόμα και τώρα που τα ταπεράκια σας πάλιωσαν. Το φαγητό σας είναι όμως το ίδιο νόστιμο!!!!!



(Με αφορμή το δοχείο που χάθηκε κάπου στο χρόνο και η Θεονύμφη δεν ξεπέρασε ποτέ!!!!)

ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ΡΕΘΥΜΝΟ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ Χ






Οι τέσσερις αδερφές Βλαχάκη παρόλο που μεγαλώσαμε με τον ίδιο τρόπο, ίδιους γονείς και κοινά βιώματα είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι που καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως είμαστε παιδιά υιοθετημένα! Κι αν δεν είχαμε τόσο κοινή μύτη θα απευθυνόμουν πολύ σύντομα στο «πάμε πακέτο» για να μάθω τη δραματική μας ιστορία. Εκτός από τη «γαλλική» κοινή μύτη που διαθέτουμε είχαμε και κοινή πίστη στον κεραυνοβόλο έρωτα που απολύτως σίγουρες καθώς είμασταν θα μας χτυπούσε πολύ σύντομα στο δόξα πατρί και πεταλούδες θα γαργαλούσαν το στομάχι μας.

Όπερ και εγένετο εν έτει 2005! Ο φτερωτός θεός έριξε τα βέλη του στην tρίτη κατά σειρά αδερφή! Μετά από το ξεφάντωμα στη Μύκονο το πλοίο που την μετέφερε πίσω στα πάτρια εδάφη είχε άλλα σχέδια όταν έδεσε στο λιμάνι του Ηρακλείου. Εκεί στην προκυμαία στεκόταν και περίμενε ένα αψηλό παλικάρι με καταπράσινα μάτια και κόκκινα γένια ίδιος με τον Κοκκινογένη πειρατή. Μάταια περιμέναμε την μικρή μας αδερφή στο σπίτι να μας μεταφέρει να κουτσομπολιά της Μυκόνου και τα ευτράπελα των διασήμων μιας κι εγώ –αριστερών πεποιθήσεων γαρ- αρνιόμουν κατηγορηματικά να επισκεπτώ το νησί των ανέμων.

Αργά το βράδυ χτύπησε η πόρτα και όταν άνοιξα βρέθηκα μπροστά σε ένα ρομαντικό θέαμα: ένας άγνωστος (αργότερα παραγνωριστήκαμε βέβαια) κρατούσε στα χέρια την αδερφή μου και αφού με χαιρέτησε μου εξήγησε ότι την είχε πάει στο νοσοκομείο γιατί ο λαιμός είχε κλείσει λόγω φαρυγγίτιδας. «Και δε μου λες ρε παλικάρι, με το λαιμό περπατάει και τη σηκώνεις; Και για να χουμε και καλό ρώτημα ποιος είσαι εσύ;» Είχα πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο της μεγάλης αδερφής και είπα να γίνω λίγο ψαρωτική για να δω αν καταφέρει να περάσει το τεστ. Εκείνος σοκαρισμένος μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι έχει καλό σκοπό για τη Κατερίνα. Ενώ από δίπλα η ερωτευμένη κορασίδα αναφώνησε με όση φωνή της είχε απομείνει πως είναι ο έρωτας της ζωής της. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πέσω κάτω από τα γέλια. Δυο ηλίθιοι ερωτευμένοι έσταζαν από παντού μέλια και είχαν χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου.

Μέσα σε 4 μήνες είχαν λογοστεθεί( ήταν και από το ιστορικό Ρέθεμνος τρομάρα του ο γαμπρός και είχε και λόγο πακέτο με το κούτελο το καθαρό), αρραβωνιαστεί (σκηνές απείρου κάλλους πάλι) και παντρευτεί.

Η κούκλα νύφη έκανε το τραγικό λάθος να πάρει το μικρόφωνο και να ευχαριστήσει τα 1100 άτομα που τους έκαναν την τιμή. Στη συνέχεια ευχαρίστησε και την συγκινημένη πεθερά που της έδωσε τον πιο ωραίο κρίνο από το περιβόλι της. Αυτό ήταν. Ο γαμπρός ξαναβαπτίστηκε. Από Κωστής και Ρεθεμνιώτης έγινε κρίνος από περβόλι. Το όνομα του δεν ξανακούστηκε.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Εκείνος από γαμπρός μας (που πάντα τα μπέρδευα και τα μπερδεύω όλα αυτά τα συγγενικά) έγινε ο αδερφός που δεν είχαμε ποτέ. Σκληρός πάντα και κρητίκαρος αλλά από μέσα αλοιφή, ευαίσθητος, αισθηματίας και πεισματάρης σα μουλάρι.

Εκείνη μαλάκωσε, ερωτεύτηκε κι έμαθε να μοιράζεται. Την επέτειο τους τη γιορτάζουν πάντα στα Goody's με παιδικό γεύμα και αναψυκτικό. Κι όταν τσακώνονται ο καθένας καταλαμβάνει κι ένα όροφο κι ανταλλάζουν μηνύματα. Φανταστείτε να μαθευτεί στο Ρέθυμνο ότι ο Κοκκινογένης τρώει στα Goody’s αντί να τρώει στη λαδόκολλα. 

Κι ύστερα ήρθε ο Μανολάκος που τους έβαλε στη θέση τους και τακτοποίησε τη γκρίνια και τον εγωισμό. Τους έκανε να παραμερίσουν τα προσωπικά και να στραφούν στα κοινά και ωραία. 

Προχθές το βράδυ η κουλτουριάρα αδερφή μου, κουβάλησε τον κρίνο σε ένα μαγαζί με σαξόφωνο. Πόσο θα θελα να δω την έκφραση του όταν ο φάλτσος σαξοφωνίστας του έπαιζε τους ρομαντικούς σκοπούς. Άχνα δεν έβγαλε όμως ο κρίνος! Τι να πει μωρέ ο άμοιρος αφού καψουρεύτηκε! Εγώ του ξεκαθάρισα τη θέση μου: ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΔΕ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ!!!!!


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Αγαπημένο μου ξύλινο αλογάκι






Με ζορίζουν οι αποχωρισμοί. Όταν μπαίνω σε σπίτια με σφραγισμένες κούτες κλείνουν κουτάκια μέσα μου. Χαρτόκουτες με μυστικά και θησαυρούς! Λες κι η ζωή χωράει στις κούτες! Προστατευμένες εικόνες με «φουσκωτάκια» που από παιδί αγαπούσα να σπάω για να μην προστατέψω τίποτα. Μην καταχωνιάσω τα σωστά και τα λάθη από φόβο μην παραμείνουν έτσι και δεν πάρουν τον αέρα τους και δεν αλλάξουν ρότα και παραμείνουν πάντα σωστά και λάθη. Τι να πάρεις και τι να αφήσεις; Ποιο βάρος να αντέξει η πλάτη; Πόσο βάρος να κουβαλήσουν τα χέρια;

Τσιγγάνικη ψυχή! Να αλλάζεις πόλεις και κάθε φορά να αφήνεις κομμάτια εδώ κι εκεί. Πετραδάκια για να βρεις πάλι το δρόμο αν σκεφτείς και αποφασίσεις να γυρίσεις. Κοντορεβιθούλης που μεγάλωσε κι ακόμα παραμένει παιδί!

Σε παρατηρώ να κρύβεις την αμηχανία. Να θες και να μη θες. Μαρτύριο η ρημάδα η αμφιβολία. Και πρόβα δεν έχει και η ρημάδα η ζωή! Αμέσως πρεμιέρα. Δεύτερη παράσταση δεν παίζει. Κάθε φορά καινούριο σενάριο. Ανασαίνεις και βουτάς και σιγουριά καμιά! Νέα αρχή. Ίδια η ζωή και μία.

Έχεις πολλά αμάζευτα και σκορπισμένα και όνειρα αμέτρητα που περιμένουν και κουράστηκαν να παραμένουν όνειρα. Να τα κυνηγήσεις. Σε όλα τα κατάφερες! Σε όλα θα τα καταφέρεις! Πόσο σίγουρη είμαι;;;Τοοοόσο σίγουρη!

Κοιτάζω το ξύλινο αλογάκι που μου χάρισες. Είχα ένα όταν ήμουν παιδί. Κακό μου κανες άθελα σου. Άντε να μαζέψεις τον αυθορμητισμό και την παιδικότητα. Κάποιος παλιός αγαπημένος την έλεγε ανωριμότητα. Δε βαριέσαι! Κι αυτοί που ωρίμασαν τι κατάλαβαν; Λες και τα τακτοποίησαν καλύτερα; Κάπου βολεύτηκαν και βαρέθηκαν να σηκωθούν πιο ψηλά και να δουν τις φωτιές.

Είσαι πολύ σπουδαίος! Είσαι πολύχρωμος! Το γκρίζο σκόρπισε πια και χάθηκε. Ένας πολύχρωμος καμβάς! Τώρα μόνο ταξίδι! Χωρίς ευθείες βαρετές! Καλή αρχή! Καλή τύχη! Το αλογάκι έγινε πια το αγαπημένο μου. Το αγάπησε και ο Φέλιξ…

Έτσι σε καλοστρατίζω! Δε σε αποχαιρετώ. Θα σε ξαναδώ. Θα ανταμώσουμε πάλι σε άλλη εποχή με νέα δεδομένα και θα πούμε σπουδαίες αναμνήσεις και θα σε δούμε πρωταγωνιστή όπως σου αξίζει…


Για την παρέα του '94



Ιωάννινα 1994! Ψαρωμένοι πρωτοετείς όλοι. Άγουρα πρόσωπα που πασχίζαμε απεγνωσμένα να πετάξουμε από πάνω μας το μανδύα της παιδικότητας και να πείσουμε για την αυτάρκεια, την παντοδυναμία, την ανώριμη ωριμότητα μας! Ο καθείς και ο χαβάς του. Πίναμε, μεθούσαμε, τραγουδούσαμε, μαγειρεύαμε, κλαίγαμε, χορεύαμε! Ανυποψίαστοι για το μετά. Αυτό ήταν σίγουρα στρωμένο. Το τώρα ήταν τοβάσανο. Η εισαγωγή στην κλασική αρχαιολογία και τα αγάλματα που βλέπαμε στον ύπνο μας, η γλωσσολογία με τον Οικονόμου που έπρεπε να διαβάζεις μερόνυχτα, ο Σταύρου που ήθελε και προφορική και γραπτή εξέταση! Και δεν έφταναν αυτά είχε και τους έρωτες.. Μεγάλη απάτη σε αυτή την ηλικία! Η πιο μεγάλη θαρρώ….
Ο Σταύρος, ο Σπύρος, ο Άγγελος, η Μαριλένα, η Εύη, η Ρία, η Βάσω, ο Αντρέας, ο Χάρης και άλλοι πολλοί που αν ξεχνώ συγχωρέστε με! Η μνήμη αλλοιώνεται. Πόσες πληροφορίες να αντέξει κι ένα μυαλό ίδιο χειμώνα καλοκαίρι;
Ο Σιδηρόπουλος και τα μπλουζ του πρίγκηπα για τα μεγάλα «νταουνιάσματα» και το ζειμπέκικο της Ευδοκίας του Λοίζου που εγώ το χόρευα αλλά η Εύη το ζούσε. Τσιγάρο στο στόμα και βλέμμα πεσμένο, ανίκανο να υψωθεί πέρα από τα βήματα. Μεγάλη απάτη τα νιάτα! Χάρτινος πύργος ντυμένος με σελοφάν. Να μη φαίνεται πως λιώνει το χαρτί με τις βροχές. Και το θέατρο! Η Θ. Ε. Σ. Π. Ι. Όλοι πρωταγωνιστές μα μόνο την Εύη με τον Άγγελο αξιωθήκαμε να χειροκροτήσουμε. Τους άντεξε το σανίδι. Τους ήθελε και η κάμερα. Εκείνη κάπνιζε συνέχεια πάνω στη σκηνή για να κρύψει το τρακ κι αυτός κρυβόταν πίσω από τα γυαλιά και ζούσε το δράμα. 
Κιθάρα και τραγούδι! Αυτό θυμάμαι.. και κυριακάτικες μαζώξεις όταν ερχόταν δέμα από την Κρήτη! Ρακί και ντολμαδάκια και κρέας και πατάτα τηγανιτή. Και χόρταινε το μάτι και το αυτί και γλύκαινε το παράπονο και γέμιζε ο κόσμος αρώματα. Λες και η φοιτητική ζωή θα κρατούσε για πάντα. Κοινόβιο ζωής και φίλοι για πάντα. Απορίες ζωής και καρδιάς και φαντασίας! Κι ένας Καφάσης που ούτε το όνομα θυμάμαι – μεγάλος αοιδός που συνόδευσε τη Μαριλένα και την Εύη σε ένα μεγάλο μεθύσι. Πόσο αφελείς, Θεέ μου! Παντοδύναμα αφελείς! 
Κι η Κέρκυρα δίπλα μας και ο Πίπης να την εκθειάζει και να τραγουδάει με τη φάλτσα φωνή του κάτι τραγούδια του τόπου του. Και μετά οι φωτιές στις Απόκριες και τα κλαρίνα και τα μασκαρέματα και η άδεια τσέπη που λες και ήταν πάντα τρύπια και δεν έμενε δραχμή μέσα.. 
Και ο Χάρης με τη φωτογραφική μνήμη που πάντα ζήλευα, και η αγάπη του για τις γάτες και τους δίσκους, αυτοεξόριστος στην άλλη μεριά της πόλης και μια μπαλαρινούλα που κάποτε αγάπησε πολύ…
Εκεί κάπου στις φωτιές χαθήκαμε. Έτσι το φαντάστηκα. Μια μεγάλη φωτιά που ακόμα καίει. Δεν καήκαμε μα χαθήκαμε… Στις υποχρεώσεις μας; Στην αδιαφορία; Στην απόσταση; Στα χαμένα όνειρα; Δεν ξέρω…
Ακόμα ακούω τις φωνές τους στα αυτιά μου. Και μια κιθάρα που παίζει τις κάνει τραγούδι. Ανεβαίνω τη «Ναπολέοντος Ζέρβα» και πριν την «Άρη Βελουχίωτη» κάπου στην πλατεία Ομήρου ανταμώνουμε πάλι όλοι. Μασκαρεμένοι άλλοι με τα παιδιά τους και άλλοι με τα γατιά τους! Πάμε για τις φωτιές! Απόψε μόνο κλαρίνο. Εκείνο το βαθύ μελαγχολικό ήχο για την Ήπειρο την πονεμένη που μας φιλοξένησε και την αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε κι εμείς βαθιά. Πολύ βαθιά μωρέ! Κι ακόμα αγαπιόμαστε και θα σμίξουμε να πούμε τα παλιά σα γεροντάκια που δεν κατάλαβαν ποτέ πως κύλησε ο χρόνος σαν την άμμο από τα δάχτυλα μας….

Υ. Γ Με αφορμή τη γιορτή της Ευδοκίας που μου ξύπνησε μνήμες...






Να κοιτάς την πυξίδα



Άλλοι μένουν πολύ, άλλοι μένουν λίγο κι άλλοι δεν προλαβαίνουν να φτάσουν κι αναχωρούν πάλι. Για πού; Δεν έχω απάντηση κι ούτε θα βρω ποτέ. Ίσως δεν έχει και καμιά σημασία. Μπορεί και να ΄χει. Δεν ξέρω. Ο καθένας φτιάχνει τη δική του ψευδαίσθηση και πορεύεται με τα δικά του ερωτηματικά και τις δικές του απαντήσεις. Φορτώνεται κι ένα σακί στην πλάτη, χώνει μέσα όλα τα πρέπει, τα στριμώχνει μαζί με τα θέλω και παλεύει να φτάσει στον προορισμό. Από το σημείο εκκίνησης ξεκινάς με το φόβο και με το φόβο προχωράς και με το φόβο τερματίζεις.
Θέλω να πω πως όλοι φοβισμένα ανθρωπάκια είμαστε. Έχουμε μόνο δυνατές στιγμές, γενναίες στιγμές. Λεπτά που η αναμέτρηση με τον εαυτό μας δίνει την εκκίνηση για το παιχνίδι. Και στο χέρι μια πυξίδα διακοσμητική, να την κρατάμε και να νομίζουμε ότι πάμε σωστά, πως προχωράμε ίσια και θα βρούμε το θησαυρό. Και δεν αγάπησα ποτέ τις ευθείες…
Δε με τρομάζουν οι φοβισμένοι άνθρωποι. Μονάχα οι θυμωμένοι. Γιατί ο θυμός σου κλείνει την πόρτα, σε εγκλωβίζει στο αύριο που θα ρθει και γρήγορα θα γίνει χθες και δε θα προλάβεις να πεις αυτά που θέλεις, να κάνεις αυτά που σκέφτηκες κάποτε και θα μετανιώσεις που θύμωσες κι έχασες χρόνο, κι έφτασες στο τέρμα κι ακόμα θυμωμένος είσαι. Πολύ θυμωμένος με εκείνον, με τον άλλο, με τις ευθείες, με τους κύκλους, με το μέσα σου, με το φόβο σου, με την εικόνα του, με την προσδοκία σου, με την ελπίδα σου, με την υπόσχεση, με τη ζωή που είναι σύντομη, με τους συνταξιδιώτες που δε διευκόλυναν το ταξίδι, -λες και σου χρωστούσαν- ,με το φόβο σου, με το δικό του, με το φόβο των άλλων.
Με τρομάζω όταν θυμώνω. Και θυμώνω όταν φοβάμαι. Κάθε φορά που δε λέω αυτό που με πειράζει, κι εκείνο που με κάνει χαρούμενο άνθρωπο. Γιατί φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες μου και δε σου πω ότι ήσουν κάτι πολύ σημαντικό, γιατί μου άνοιξες ένα παράθυρο και μπήκε φως και αργότερα μετανιώσω που δεν κράτησα όλα τα καλά μα θυμήθηκα μόνο τα άσχημα και έφτασα στο τέρμα και δεν κοίταξα ούτε μια φορά την πυξίδα μου κι έχασα το δρόμο και περιπλανήθηκα άσκοπα και ανώφελα κι έχασα στιγμές και ηλιόλουστες μέρες και την καλοσύνη και την ευγένεια που πάντοτε αγαπούσα και μείνω πικραμένη μέχρι το τέλος και θυμωμένη με τον εαυτό μου που δεν πρόλαβα ή αρνήθηκα να δω την αλήθεια και να κονταροχτυπηθώ με τις αδυναμίες γιατί είμαι άνθρωπος κι έχω κι από αυτές και φτάσω στο τέρμα και πίσω μου η αφετηρία κι ακόμα θυμωμένη να είμαι.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι μετά. Είμαι σίγουρη όμως ότι δεν έχει σημασία. Το εδώ είναι σπουδαίο αν η καρδιά είναι καθαρή και βλέπει και δε θυμώνει. Κι αν η πυξίδα δείχνει πάντα εκείνο που εμείς ορίσαμε ένα βράδυ που δε φοβηθήκαμε να ζήσουμε..
Δεν ξέρω τι υπάρχει μετά. Ξέρω όμως τι υπάρχει τώρα…

Για τη Μαρίνα που της άρεσε πολύ...




Βάλε τελεία



Πάντα αγαπούσα τα σημεία της στίξης. Μια τελεία, ένα θαυμαστικό, ένα κόμμα, μια άνω τελεία και δυο εισαγωγικά καθόριζαν πάντα τη ζωή μου.

Μιλούσα κι ένιωθα πως χώνονταν στις λέξεις μου και έκαναν κουμάντο στη σκέψη μου. Τσιφλίκι τους είχαν κάνει το μυαλό μου κι ας έτρεχε εκείνο πάντα πιο γρήγορα, κι ας πάλευε να τα ξεπεράσει. Αυτά εκεί έτοιμα πάντα να πατήσουν φρένο και να κλέψουν την παράσταση. Μια τελεία δεν έβαλα ποτέ.

Τα αγάπησα και τα μίσησα βαθιά. Σχέση πάθους! Σχέση κινηματογραφική με ανεκπλήρωτο έρωτα!

Κι ύστερα ήρθε η συναναστροφή με τους ανθρώπους. Το δοῦναι και λαβεῑν της ζωής. Γνώριζα ένα συνοδοιπόρο και του έβαζα ένα μεγάλο θαυμαστικό δίπλα! Άνοιγα και δυο εισαγωγικά κι ευχόμουν να μη χρειαστεί να τα κλείσω ποτέ. Η τελεία ούτε που υπήρχε στο κεφάλι μου. Το «για πάντα» γινόταν παντιέρα. Και οι σημαίες δεν καταδέχονται τελείες, μονάχα θαυμαστικά! 

Όταν έκλεινε ο κύκλος ο συνταξιδιώτης έβαζε μόνος του μια μεγάλη τελεία και πλώρη για καινούρια εισαγωγικά. Τα δικά μου έκλειναν βεβιασμένα, χωρίς τη θέληση μου. Μα την τελεία δεν την καταδέχτηκα ποτέ. Ίσως γιατί πάντα σήμαινε τέλος μα όχι ολοκλήρωση. Ποτέ δε συμβιβάστηκα με όλα τούτα που τελειώνουν.

Σανίδα σωτηρίας έψαχνα πάντα για να κρατηθώ από το τέλος, δεκανίκια για το μυαλό μην τυχόν και παραστρατήσει και πιστέψει έστω και για μια στιγμή πως κάνει λάθος και κυνηγά το άπιαστο.

Μια τελεία δεν έβαλα ποτέ.

Παιχνίδια της ψυχής! Γιατί τι θέλει μωρέ ο άνθρωπος για να ευτυχήσει;;; θαυμαστικά! Μονάχα θαυμαστικά!

Πλησιάζω τα σαράντα. Και νιώθω τούτον τον αριθμό ελαφρύ στην πλάτη. Κι αντί για θαυμαστικά πορεύομαι με ερωτηματικά. Και κάποτε νόμιζα πως τα χω λύσει όλα. Πως για όλα είχα απάντηση. Καμία απάντηση….

Μια τελεία δεν έβαλα ποτέ. Μονάχα τελίτσες για να χω να πιστεύω πως θα τα ξαναπούμε. Μαζί με εκείνα που εννοούνται. Μαζί με εκείνα που θα χαρίσουν χαμόγελα.

Μια τελεία δεν έβαλα ποτέ! Κι ούτε θα βάλω. Για να χω να περιμένω πως θα ξαναβρεθούμε για να σε κεράσω ζεστή σοκολάτα και να πούμε τα μελλούμενα…..






Διαβάστε περισσότερα: 

Αν είχαμε κάποτε μια ευκαιρία






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα νοίκιαζα μια μονοκατοικία δίπλα στη θάλασσα και θα φύτευα βασιλικούς σε γλάστρες για να στολίσω τη ζωή μας. Θα άφηνα ανοιχτές τις πόρτες και ορθάνοικτα τα παράθυρα να μπαίνουν οι αέρηδες και να αναστατώνουν τις κρυφές σκέψεις μας! Να φέρνουν μηνύματα από το πουθενά. Θα έγραφα κάθε μέρα μια ιστορία μονάχα για σένα κι ένα τραγούδι κάθε φορά που η βροχή θα νότιζε το χώμα. Θα ζωγράφιζα ένα χαμογελαστό ήλιο στο ταβάνι να ανοίγεις τα μάτια τα πρωινά και να σε λούζει το γέλιο.






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα υποκλινόμουν κάθε πρωί στο απρόσμενο, στο ξαφνικό που εμφανίστηκε με αίσθηση μακαριότητας και απόλυτης γαλήνης. Θα έστρωνα τραπέζι στον κήπο και θα φίλευα όλους τους καλεσμένους καλούδια από το μποστανάκι μας. Θα μάθαινα βιολί ή σαξόφωνο και θα έντυνα τις παραστάσεις μας με μουσικά ταξίδια. Θα έβαζα την κουνιστή πολυθρόνα στην άκρη του κήπου κι ένα τραπέζι με κρύο νερό και γλυκό κουταλιού.






Αν είχαμε μια ευκαιρία δε θα ρωτούσα ποτέ τίποτα, μονάχα θα άκουγα να μου μιλάς για όσα ήρθαν και για εκείνα που πόθησες μα σε ξέχασαν! Θα μιλούσαμε με λιγότερες αντιθέσεις και χωρίς φωνές με δάκρυα χαράς και απόλυτης ικανοποίησης. Θα αναπολούσαμε για αυτά που ζήσαμε χωριστά και θα γυρεύαμε να ζήσουμε πολλά ίδια!






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα μαθαίναμε να μοιραζόμαστε τις λύπες, να τις σηκώναμε μαζί, να ανοίγαμε φεγγίτες στα σκοτάδια και λαγούμια για να κρύψουμε τη ματαίωση. Δε θα αφήναμε την ψυχή να λαθέψει μα κι αν ακόμα δεν τα κατάφερνε θα την υποστηρίζαμε και θα την ενθαρρύναμε να κάνει κι άλλα λάθη γιατί κανείς δεν είναι τέλειος.






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα σου έφτιαχνα χάρτες για να χαράζεις τα ταξίδια της φυγής σου κι εγώ θα έκρυβα μια πυξίδα κάτω από το μαξιλάρι μου για να σε βρω και να σε ακολουθήσω. Τίποτα δε χωρίζει τους ανθρώπους!






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα σου κλεινα ραντεβού στα τρίστρατα. Εκεί που συναντιούνται τα απόκοσμα πλάσματα και μαρτυρούν τα μυστικά των ανθρώπων. Θα σου κρατούσα το χέρι και θα σε αγκάλιαζα για να μη φοβηθείς τα σκοτάδια.






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα δε θα βαζα ποτέ τελείες ούτε ερωτηματικά στην ανέλπιστη χαρά και θα κλεινα όλες τις χαραμάδες του πανικού και τις ρωγμές του χρόνου. Η ελπίδα θα γεννιόταν από το τίποτα!






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία θα σου πλεκα σκουφιά και γάντια για το κρύο και θα ευχόμουν να χιονίσει τα χριστούγεννα για να τα φορέσεις και να σε ακουμπάνε τα χέρια μου. Θα σου αγόραζα ένα πανωφόρι ναυτικό για να νιώθεις πως κάποτε ταξίδεψες πολλές θάλασσες για να ρθεις να με συναντήσεις. Και δε θα σου μούτρωνα που άργησες και άσπρισαν τα μαλλιά μου γιατί η καρδιά μου θα γινόταν πιο φωτεινή.






Αν είχαμε ποτέ μια ευκαιρία και το ήξερα απλά θα περίμενα στην άκρη του δρόμου μην τυχόν και προσπεράσεις και χαθείς πάλι και αργήσεις και πεις συγνώμες. Γιατί από αυτές χόρτασα. Σαν ακροβάτης σε τσίρκο χωρίς ζώα! Έτσι να ρθεις! Και να μην το πεις σε κανένα….σσσσσς














Στον Αντώνη για το παράθυρο που μου άνοιξε και μπήκε το φως….













Η Πελαγία με τα πελαγίσια μάτια





Τη συνάντησα στο Κέντρο Ψυχικής Yγείας ένα πρωί. Πελαγία την έλεγαν και μου άρεσε πολύ τούτο το όνομα. Της ταίριαζε γιατί θύμιζε τη θάλασσα. Τα μάτια της ήταν σα πέλαγο φουρτουνιασμένο με τρικυμίες και ναυάγια. Είχε κατακόκκινα μαλλιά αφημένα ελεύθερα, καλοχτενισμένα, στολισμένα με μια πεταλούδα ή και με χιλιάδες πεταλούδες αόρατες. Φορούσε ένα πανωφόρι καφέ και ήταν σα δέντρο χωρίς φύλλα. Η Πελαγία ζούσε με γατιά που τα σκέπαζε τα βράδια με τούτο το πανωφόρι κι αυτά γουργούριζαν ευτυχισμένα και μαλάκωναν τις τρικυμίες της. Η Πελαγία τάιζε και τα περιστέρια στον Άγιο Μηνά. Γέμιζε τις τσέπες της με ψίχουλα κι άρχιζε κάθε πρωί τις μετάνοιες μήπως και καταφέρει να τα χαϊδέψει.


Μπήκε μέσα και γέμισε ο τόπος με την παρουσία της. Γέμισε ο κόσμος με αγάπη. Δίπλα της ο Κωστής που τραγουδούσε κι εκείνη τον έσερνε από το χέρι. Δυο χέρια αγκαλιάζουν το χρόνο αλλιώς, τον μοιράζονται και τον καλοπιάνουν. Ζήτησε μονάχα νερό «Για τον Κωστή μου» είπε! Κι ήταν εκείνο το «μου» της κτήσης, το αγαπησιάρικο, το χωρίς ξόδεμα και παράπονο! Ο Κωστής της Πελαγίας! Μπαλώματα παντού. Πολλά μπαλώματα μα όχι για εκείνον, για τους άλλους. Εκείνος ήταν ακέραιος, εκατόλιρα, θησαυρός! Και τον φρόντιζε κι ας είχαν και οι δυο ένα ακατοίκητο ουρανό, κι ας τάιζε εκείνη τα περιστέρια και ο Κωστής τραγουδούσε, κι ας έπαιζαν μαζί τους τα παιδιά και τους κορόιδευαν.

Η Πελαγία είχε δυο μάτια πελαγίσια. Η Πελαγία είχε ξέφτια του χρόνου και κουρέλια στο μυαλό μα όχι στην καρδιά. « Τα φάρμακα που μου δωσες γιατρέσα (τι όμορφη λέξη!!!!) μου έκαναν καλό! Δεν κλαίω και δε στεναχωρώ και τον Κωστή μου»! Εκείνο το «μου»! μελωδία γλυκειά στα αυτιά μου! Το έπαθλο της! Ό,τι είχε στον κόσμο, εκείνο το «μου» ήταν, που το φρόντιζε, το ξεσκόνιζε από τις στάχτες, το στέγνωνε από τα ναυάγια, του βαζε δροσερό νερό και του στόλιζε τα μαλλιά με πεταλούδες!

Πήραν τα φάρμακα τους κι έφυγαν. Κι όπως πέρασε από δίπλα μου μου χάιδεψε τα μαλλιά και με είπε όμορφη. Και θαρρώ πως αυτό ήταν το πιο σημαντικό κοπλιμέντο που άκουσα ποτέ. Από την Πελαγία με τα πελαγίσια μάτια, που αγαπούσε τον Κωστή και κάθε πρωί τον καλημέριζε με ένα φιλί στα χείλη. Το πιο σημαντικό ήταν που είδα πώς είναι η αγάπη, η άδολη, η καθαρή, η αξόδευτη!

Απόψε που φυσάει ο νοτιάς η Πελαγία θα σκέφτεται τα περιστέρια. Θα ‘χει αγκαλιάσει τον Κωστή και θα χαϊδεύει τις πληγές του. Θα τις γλύφει σα πληγωμένο αγρίμι. Κι ύστερα θα ξαπλώσει δίπλα του κι όλη τη νύχτα θα τον κοιτάζει με τα πελώρια πελαγίσια μάτια της.

Αν τους συναντήσετε αφήστε τη να σας χαϊδέψει τα μαλλιά. Πιο ευγενική ψυχή δεν συνάντησα ποτέ μου….



Στην Πελαγία, στον Κωστή και στην αγάπη τους….






Η μοναξιά σου ένα μεγάλο γλέντι




Μαζί μεγαλώσαμε. Στην ίδια γειτονιά, με τα ίδια παραμύθια, με την ίδια ενοχή. Και γίναμε συνένοχοι της σιωπής και μοιραστήκαμε σκέψεις κι ύστερα είπαμε πως έφταιγε το νερό και το χώμα και ο παπάς ή μπορεί και κανείς. Μπορεί και εμείς οι ίδιοι που δεν υποψιαστήκαμε ή δε μαντέψαμε τις παγίδες.

Μέρες την παρακολουθώ μα δεν τολμώ να την κοιτάξω κατάματα. Έχει εκείνη τη μοναξιά που ζεις με πολλούς μα είσαι μόνος. Την άλλη μοναξιά με το κλειστό παραθυράκι, χωρίς φεγγίτη και οι τοίχοι στενεύουν και πλησιάζουν και ασφυκτιάς. Μου λέει: «έχασα το σκοπό μου». Κι αναρωτιέμαι πραγματικά και μπαίνω σε σκέψεις αν υπάρχει κανείς που να ξέρει το σκοπό. Κι ύστερα μου γράφει: «θέλω να είμαι ξένοιαστη». Και πάλι πελαγώνω! Δείξε μου ξένοιαστους ανθρώπους να μπω κρυφά και να κλέψω τη συνταγή.

Μέρες την παρακολουθώ και την προσέχω και την ακούω μα δεν τολμώ να την κοιτάξω στα μάτια. Τι να πεις στον άλλο όταν νιώθει μόνος. Είσαι εκεί κι αυτός πάλι μόνος είναι. Και δεν υπάρχει ούτε μια χαραμάδα να μπει φως και να λιαστεί η ψυχή του.

«Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει».

Μάλλον έτσι νιώθει κι αυτή όπως ένιωθε τότε και η Γώγου αλλά και κάθε άνθρωπος που η κατάθλιψη ήρθε και θρονιάστηκε και πήρε το χώρο και τον αέρα και τα βράδια νιώθεις πως πνίγεσαι και αν κοιμηθείς μπορεί και να μην ξυπνήσεις. Το μυαλό παίζει παιχνίδια που ουσιαστικά τους όρους και τους κανόνες έχει ορίσει η ψυχή. Και πρέπει να μιλάς για να γίνεται μικρότερο το τέρας και να μη φοβάσαι γιατί πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σε ακούν και θα σε αγαπούν και θα σε προσέχουν. Και θα ρθει πάλι η άνοιξη και η ξενοιασιά θα βρει χώρο και θα πάρει θέση και θα ξαπλώσεις δίπλα στη θάλασσα και δε θα φοβάσαι μήπως έρθει κανένα πελώριο κύμα να σε πνίξει. Να μιλάς και να γελάς δυνατά για να ακούνε οι φόβοι και να σκορπίζουν. Και να χορεύεις να μην περπατάς γιατί έτσι βρίσκει ρυθμό και η καρδιά.

Δε φταίει κανείς! Κουράζεται καμιά φορά η ζωή και βάζει όπισθεν. Στις ανηφοριές αγκομαχά μα σαν πάρει πάλι φόρα φέρνει ένα ήλιο λαμπερό κι όλα τα φωτίζει και λιώνει το χιόνι μέσα μας και πλημμυρίζει καλοκαίρι.

Υπόσχομαι πως όλα αυτά θα περάσουν. Θα δεις! Θα δεις που θα γίνεις πιο δυνατή και πιο γενναία και ατρόμητη και θα ζήσεις πάλι. Θα ξεκινήσεις από εκεί που σταμάτησες με περισσότερα γκάζια! Οι βαλίτσες θα γεμίσουν πάλι στιγμές και μουσικές και παραμύθια και γέλια και νόημα και στόχους και σπουδαίους ταξιδιώτες….




Η Ζαχαρένια που ήξερε να γελά



Γυναίκα του μόχθου και της βιοπάλης. Δυνατή! Πολύ δυνατή! Έπιανε την πέτρα στα χέρια της και την έκανε σκόνη. Δούλευε στα χωράφια, στα πρόβατα, έκανε τη λάτρα του σπιτιού και μεγάλωνε και πέντε παιδιά. Μέχρι να «ξετσουμίσει» το ένα ερχόταν το άλλο. Μα τι πείραζε! Τα χέρια της να ήταν καλά και τα χέρια του! Βάσταζε ο ένας τον άλλο και τους δυο η Ζαχαρένια κι αργότερα και τους επτά εκείνη τους κρατούσε. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες γιατί φωτιά ήταν και η ζωή της, φωτιά και η ζωή των άλλων.

Τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Περήφανη για όλα μα παρηγοριά της η Ρηνιώ με τα πελώρια μάτια. Κι ας μην της το δειχνε ποτέ κι ας τη μεγάλωνε κι εκείνη σαν αγόρι. Κι ας ήταν σκληρή μαζί της πολλές φορές. Κρυφά την καμάρωνε και την έβλεπε να γίνεται γυναίκα όμορφη, λυγερή, δυνατή, ανεξάρτητη.

Τα χρόνια περνούσαν με χαρές, με δυσκολίες κι εκείνη έβρισκε πάντα τρόπο, έβρισκε πάντα χώμα για να ριζώσει η ελπίδα, να γίνει δέντρο, να βγάλει φύλλα και να δώσει καρπούς.

Ένα πρωί βρήκε το κρεβάτι του μικρού όπως το είχε τακτοποιήσει την προηγούμενη μέρα. Ο νους της πήγε στο κακό μα κράτησε την ψυχραιμία της κι έκανε την προσευχή της στην Παναγιά να ξέμεινε πουθενά το Γιαννιό και να άργησε να γυρίσει. Κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που η προσευχή της δεν εισακούστηκε. Το μαντάτο δεν άργησε να ρθει. Το Γιαννιό έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου σε μια στροφή και δε βρήκε ποτέ το δρόμο για το σπίτι.

Κι έχασε και η Ζαχαριένια τον χτύπο της καρδιάς της μα δεν είπε τίποτα σε κανένα. Ετοίμασε το σπίτι, άνοιξε τις πόρτες και τα παράθυρα για να αερίσει και να υποδεχτεί τον κόσμο που θα φερνε το Γιαννιό. Και τους υποδέχτηκε όλους και τους ευχαρίστησε όλους που έκαναν την τιμή στο παιδί της και τους φίλεψε με όλα τα καλούδια από την καρδιά της.

Εγώ τη συνάντησα λίγες μέρες αργότερα στο πρώτο μνημόσυνο. Την πλησίασα δειλά και η μόνη λέξη που κατάφερα να αρθρώσω ήταν: «λυπάμαι»…. Κι εκείνη κοιτώντας με στα μάτια μου έδωσε την πιο αφοπλιστική απάντηση: «ο θεός δίνει στον καθένα ό,τι μπορεί να βαστάξει. Εγώ φαίνεται, παιδί μου, του φάνηκα πολύ δυνατή».

Με πόση υπομονή και αξιοπρέπεια υπέμεινε τον πόνο! Έλεγε πως όταν ένας φεύγει υπάρχουν άλλοι που μένουν πίσω και τότε οφείλεις να σταθείς στα πόδια σου, να απλώσεις τις φτερούγες και να αγκαλιάσεις τα άλλα παιδιά. Ο σύντροφος της δεν τα κατάφερε όμως. Σάπισαν οι λέξεις μέσα του, λιγόστεψε το φως και την αποχαιρέτησε λίγο αργότερα μαραζωμένος από τον καϋμό του. Εκείνη τον στόλισε, του πε δυο τραγούδια, έδωσε τις παραγγελιές της, έκλαψε δυνατά κι ύστερα σκούπισε τα μάτια, άνοιξε τις πόρτες και υποδέχτηκε τον κόσμο.

Την έχω πάντα στο μυαλό μου κι ας μην τη βλέπω συχνά. Θαρρώ πως είναι ο πιο αξιοπρεπής άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Γυναίκα γενναία, βράχος ακλόνητος ακόμα και στο αίνιγμα του θανάτου. Και ξέρω πως πονά και τις νύχτες τραβά τα μαλλιά της να τα ξεριζώσει και με τα νύχια της ξεσκίζει το πρόσωπο της. Μα όταν θα σε συναντήσει θα σου χαμογελάσει και θα σου πει την πιο όμορφη ιστορία. Την ιστορία της ζωής που τη χωρίζει ένα βήμα από το θάνατο….



Στην θεία Ζαχαρένια που μου έμαθε πώς παλεύουν οι άνθρωποι…


Η βασίλισσα του μπρόκολου και ο βασιλιάς του άγχους



Εκείνος γύρω στα 65 κι εκείνη 58. Η ιδανική διαφορά για ζευγάρι, όπως συνήθιζαν να υποστηρίζουν φανατικά! Ένωσαν τις ζωές τους με τα «ιερά δεσμά» του γάμου όταν ήταν ακόμα παιδιά. Μαζί μεγάλωσαν σαν έφηβοι που ψάχνουν απεγνωσμένα να υποστηρίξουν την επιλογή τους με συνθήκες αντίξοες και άγνοια του τι σημαίνει γάμος όταν δυο άνθρωποι είναι 17 και 22. Δύσκολα χρόνια. Ακόμα αναρωτιέμαι πως τα κατάφεραν. Ακόμα αναρωτιέμαι πως τα καταφέρνουν. Κι ύστερα ήρθαμε κι εμείς. Τέσσερα κορίτσια μέσα σε 7 χρόνια. Ο πολυπόθητος κανακάρης άλλαξε γνώμη και δε μας έκανε την τιμή ποτέ. Χρόνια αργότερα με την άφιξη του εγγονού εκείνος δε θα μπορέσει να κρύψει τη χαρά του. Λες και η ζωή του χρωστούσε και του ξεπλήρωσε με μια μικρή καθυστέρηση.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου! Άνθρωποι του μόχθου. Εργασιομανείς όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Αυτοδημιούργητοι και δεμένοι με τη γη. Έρωτας αμοιβαίος με πολλά προβλήματα και πρακτικές ανάγκες. Ακόμα αναρωτιέμαι πως τα κατάφεραν!

Εκείνος φανατικός καπνιστής (η Μελίνα Μερκούρη ωχριούσε μπροστά του). Συνήθεια που υιοθέτησα σε μια περίοδο που πίστευα ότι όσοι αγχώνονται πρέπει να καπνίζουν. Πόσο εύκολα μπορεί να παραποιήσει την πραγματικότητα η εφηβική αφέλεια! Εκείνη φανατική αντικαπνίστρια. «Δημήτρη σβήσε το τσιγάρο. Έχω αναπνευστικό». Μόνιμη ατάκα στους ατέλειωτους ομηρικούς καβγάδες. Εννοείται ότι δεν είχε ποτέ πρόβλημα άσθματος όπως προσπαθούσε να μας πείσει. Άνθρωποι μεγάλων αντιθέσεων και τόσοι ίδιοι!

Εκείνη με έμφυτο ταλέντο στη ζωγραφική που δεν καλλιέργησε όμως ποτέ λόγω συνθηκών. Καλλίφωνη, ορθογράφος και ιδιαίτερα ευαίσθητη. Εύθραυστη πολλές φορές! Εκείνος ανορθόγραφος με άρνηση να δεχτεί ότι όλα τα φωνήεντα χρειάζονται. Η σκέψη του λογική και με μεγάλη αγάπη για τις θετικές επιστήμες, σίγουρος ότι εγώ θα γινόμουν μαθηματικός και θα τετραγώνιζα τον κύκλο. Κι ύστερα ήρθε η επιλογή της αρχαιολογίας που του κόψε τα φτερά. Μια ζωή θα τον κυνηγούσαν τα φιλολογικά που μισούσε και ήταν η αφορμή να σταματήσει το σχολείο.

Θα μπορούσα να γράψω πολλές σελίδες για την κοινή ζωή τους. Για την κοινή ζωή μας. Για τα αμέτρητα προσωνύμια που τους δίναμε κατά καιρούς ανάλογα με το τι συναισθήματα μας προκαλούσαν: «Δρακουμέλ» και «Ψιψινέλ», ο «έλα παιδί μου» και «που είσαι», ο «πρήξε με» και η «Μ. Παρασκευή», ο «Μαγουλίτσος» και η «Κλοκλό» και πολλά πολλά άλλα! Εμείς με τους χαρακτηρισμούς μας και εκείνοι με τα παράπονα τους! Μια σχέση κόντρας, ασυνεννοησίας, ανασφάλειας, διαφοράς νοοτροπίας αλλά και πραγματικής άδολης, δεδομένης αγάπης και αληθινού ενδιαφέροντος.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά! Και άσχημα και όμορφα! Μέχρι πριν λίγο καιρό –παραπονιάρα γαρ- θα υποστήριζα πως η ζυγαριά θα έγερνε στα άσχημα. Τώρα πια είμαι πεπεισμένη για το αντίθετο. Και αφορμή για όλο αυτό είναι το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό φίλοι μου αποχαιρετούν τους γονείς τους. Αλλά και μαθητές μου ή συγγενικά πρόσωπα μικρής ηλικίας περνούν σε μια ολιγομελή οικογένεια. Και σκέφτομαι ότι είμαι τυχερή που μεγαλώνω μαζί τους, που μπορώ ακόμα να τους γκρινιάζω και να με κατσαδιάζουν για τα λάθη μου, που τους ακούω ακόμα να παραπονιούνται για τις «ακαταλαβίστικες» ιδέες μου περί γάμου και οικογένειας , που με «ένα σπίτι βιβλία που έχω διαβάσει» δεν κατάφερα να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου (μάλλον αυτά με μπέρδεψαν περισσότερο καϋμένε πατέρα).

Τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο στη ζωή! Πόσο μάλλον τα συναισθήματα! Όταν αγαπάμε πρέπει να το δηλώνουμε ! Να το υπερασπιζόμαστε και να του δίνουμε τις διαστάσεις που του αξίζουν. Και αγάπη σημαίνει ότι θα είμαι εκεί για σένα όπως θα είσαι κι εσύ με όλα τα τρωτά του χαρακτήρα μας. Γιατί είμαστε άνθρωποι.

Ο πατέρας μου τον τελευταίο καιρό δικαιωματικά παίρνει τον τίτλο του ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΧΟΥΣ (συνοδεύεται πάντα με ένα αχ! και ένα φφφφφφ! ) ενώ η μάνα μου είναι η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΜΠΡΟΚΟΛΟΥ (υγιεινό φαγητό αλλά βάλε και λίγο μέτρο μωρέ μάνα!) αφού έτσι που τα μαγειρεύει αυτή δεν τα μαγειρεύει κανείς στον κόσμο.

Στην υγειά των βασιλιάδων! Στην υγειά των απλών , καθημερινών ηρώων της ζωής μας!

Υ. Γ Είμαι σίγουρη ότι αν το διαβάσουν, εκείνη θα κρυφογελά συγκινημένη κι εκείνος δε θα μπορέσει να κλείσει την κάνουλα! Γιατί οι ρόλοι άλλαξαν πια!



Ακόμα αναρωτιέμαι πως τα καταφέρνουν…..



Στη Θεονύμφη και στο Δημήτρη που ακόμα αντέχουν…

Ο παππούς με το χιονισμένο κεφάλι



Αναρωτιέμαι γιατί τη μνήμη μας την κυριεύουν πάντα τα άσχημα και λιγότερο τα όμορφα. Και γιατί τα χρόνια μετριούνται με τα κατακάθια και όχι με το μοίρασμα. Τι μοιράστηκες, τι χάρισες, τι έδωσες απλόχερα, τι κομμάτι σου περίσσεψε και σκέφτηκες να το κάνεις δώρο! Ο καθένας έπρεπε να έχει τον προσωπικό τρόπο μέτρησης του χρόνου.

Καμιά φορά «περπατάμε» από ένστικτο, από ελπίδα πως κάτι καλό είναι κρυμμένο στην επόμενη γωνιά του δρόμου. Και η ελπίδα μπερδεύεται με το προαίσθημα. Λέμε : «έχω προαίσθημα πως κάτι καλό θα συμβεί σήμερα! Θα βάλω τα γιορτινά μου να είμαι έτοιμος». Κι όλο αυτό είναι εκείνο το σαράκι που ονομάζεται ΕΛΠΙΔΑ κι αλοίμονο αν την κάνουμε να πεθάνει.

Όσο περνούν τα χρόνια χαμογελάμε πιο δύσκολα. Και το κυριότερο, ότι ξεχνάμε να κλείσουμε ραντεβού με τον εαυτό μας. Να κάνουμε ένα απολογισμό ή και να υπολογίσουμε με μαθηματική ακρίβεια τι έμεινε, τι δεν έμεινε, τι θα μπορούσε να περισσέψει, που φταίξαμε και τι κουβαλήσαμε άχρηστο ή απαραίτητο.

Συχνά έχω στο μυαλό μου ένα παππού γλυκομίλητο, αγαθό, δοτικό με απίστευτη γλυκύτητα! Ένα παππού με χιονισμένο κεφάλι που έκρυβε πάντα τις ταλαιπωρίες και τις δυσκολίες του πίσω από ένα χαμόγελο. Ένας αφανής ήρωας που αποδέχτηκε ό,τι καλό και κακό ήρθε ως μέρος ενός συμπαντικού σχεδίου. Δεν ξέρω γιατί τον θυμήθηκα πάλι αυτές τις μέρες. Ίσως γιατί μας έκανε πάντα ποδαρικό. Κρατούσε μια πέτρα καθόταν στην είσοδο του σπιτιού κι έλεγε ένα ποιηματάκι που κανείς δε θυμάται πια και όλοι έχουμε τύψεις που δε σκεφτήκαμε να το γράψουμε ποτέ.

Ό,τι καλό έχω είμαι σίγουρη πια ότι είναι έργο δικό του και ό,τι κακό έχω είναι μόνο δικό μου. Η ελπίδα του ήταν μεγάλη και τα προαισθήματα του ξεκάθαρα. Κοιμόταν πάντα λίγο για να προλάβει να υπηρετήσει τους άλλους. Έλεγε πως η ζωή πρέπει να είναι «ΔΙΝΩ» χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα. Το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό και η καρδιά του μεγάλη.

Δεν πέθανε ποτέ! Δεν πεθαίνουν ποτέ οι άνθρωποι που σημαδεύουν τη ζωή μας. Πολλές φορές παρατηρώ το δέντρο που φύτεψε στην αυλή και σκέφτομαι ότι έτσι ζει. Και όλοι εμείς που γκρινιάζουμε για την κρίση και τη φτώχια πόσο λάθος κάνουμε! Γιατί η φτώχια είναι κάπου αλλού! Είναι στην κλειδωμένη πόρτα, στο κλειστό παράθυρο, στα σφιγμένα χείλη, στην πρωινή κατήφεια, στην άσχημη σκέψη, στη γκρίνια για το διπλανό μας, στην αδιαφορία και σε πολλά πολλά γκρίζα!

Υποσχέθηκα πως φέτος μόνο θα χαμογελάω! Και θα αγαπάω όλους τους παππούδες με τα χιονισμένα κεφάλια! Του χρόνου τέτοια εποχή θα μετρήσω μονάχα ό,τι ήρθε καλό και κακό! Και θα μάθω να μην κρύβω τίποτα! Δε θέλω άλλα μυστικά! Θέλω να βγουν όλα στο φως να πάρουν χρώμα και να γίνουν εικόνες! Να ξορκίσω τα σκοτάδια! Να μην ξεχάσω να θυμάμαι!

Καληνύχτα παππού! Τώρα ξέρω πως όλα θα πάνε καλά! Να μην ξεχνάς να έρχεσαι στον ύπνο μου….



Στον παππού γιατί μας έμαθε να αγαπάμε….





Τετραγώνισα τον κύκλο. Εσύ ακόμα;;



Δε θυμάμαι πότε γνωριστήκαμε. Μάλλον την εποχή του χαλκού. Άσπρα μαλλιά αν και είχαμε μόνο τέσσερα χρόνια διαφορά (τι τις ήθελες τις πολλές σκέψεις ρε φίλε;) και έξυπνα μάτια. Μαθηματικό βλέμμα. Ήταν από τους πρώτους συναδέλφους που έτρεξαν και με αγκάλιασαν κι αυτό θα του το χρωστώ πάντα. Μαθηματική και η σκέψη του ή έτσι ήθελε να δείχνει. Μετρημένα κουκιά, φίλε! Ένα κι ένα κάνει δύο. Απόλυτος και αγύριστο κεφάλι. «Εντάξει» είπα, «θα κάνουμε χωριό. Απόλυτος αυτός, απόλυτη κι εγώ. Θα σφαχτούμε και μετά θα αγαπηθούμε πάλι». 


Όταν είχα κενό τρύπωνα στο μάθημα του και άκουγα μαθηματικά που πάντα κρυφοαγαπούσα αλλά ποτέ δεν τολμούσα να αγγίξω μην τύχει και με κερδίσουν και ανακαλύψω πως πήρα λάθος δρόμο. Σπουδαία φιλοσοφία! Μαγικός κόσμος αλλά θα κρατήσω τελικά το δικό μου, δάσκαλε! 


Κι ύστερα γνώρισα και τη γυναίκα του και κατάλαβα γιατί αυτός ο πεισματάρης άνθρωπος ήταν τόσο ισορροπημένος. Εκείνη γλυκομίλητη και τσαμπουκαλού αλλά βαθιά ερωτευμένη με τον ασπρομάλλη κύριο. Μαζί από παιδιά που μεγάλωσαν και ανακάλυψαν τα απλά που είναι τα ωραία και τα στραβά που τα ισιώνεις άμα έχεις τη διάθεση και αγαπάς τον άλλο. Αλυσίδα γερή που τους κρατούσε σφιχτά η μοναχοκόρη. Σγουρά μαλλιά και αγύριστο κεφάλι σαν το πατέρα της. Κάποτε μου είπε πως είναι το πιο τυχερό παιδί επειδή έχει αυτούς τους γονείς. Και κάποια άλλη στιγμή έγραψε σε μια έκθεση πως ο ήρωας της είναι ο μπαμπάς της. Καμάρωνε κι ο άλλος σα γύφτικο σκεπάρνι! Γελούσε και το μουστάκι που δεν είχε! 


Ευθύς άνθρωπος ο «μεσιέ». Τρομακτικά ντόμπρος! Σου λεγε ένα στραβό και το εννοούσε. Σου λέγε ένα καλό και το λεγε με την καρδιά του. Μια εποχή, την εποχή της άσωτης ζωής, βγαίναμε πολύ. Τρεις γυναίκες κι αυτός. Είχαμε προστασία. Και κάποιον που του κλεισε το μάτι πονηρά και τον ρώτησε με ποια από τις τρεις νταλαβερίζεται τον πήρε και το σήκωσε. Στις πονηριές είχε βάλει φρένο. Κι όπου πηγαίναμε άνοιγαν οι πόρτες και να τα σφηνάκια, να και τα κεράσματα, να και τα σκαμπό για να κάτσουμε. Σεβάσμια μορφή, ρε δάσκαλε! 


Εμείς ακόμα διαφωνούμε. Εκείνος παίζει επίθεση ενώ εγώ άμυνα. Διαφορετικοί άνθρωποι που λογομαχούμε κι ύστερα αγκαλιαζόμαστε και αγαπιόμαστε. Γιατί τα συναισθήματα δεν τα τσιγκουνεύτηκε ποτέ. Έτσι, δάσκαλε, μήπως και καταφέρουμε να πάμε παρακάτω, να το πάμε πιο κάτω το γράμμα και το παραδώσουμε κάποτε. 


Πολλά βράδια βάζουν δυο ποτά με τη Βαλέρια και κάνουν πρόγραμμα. Ο ένας αφιερώνει τραγούδια στον άλλο. Όταν το έμαθα, μα το θεό, σκέφτηκα ότι τίποτα άλλο δεν περιγράφει καλύτερα την τρυφερότητα όσο αυτή η στιγμή! Μα δε θα γράψω πολλά ευαίσθητα και ρομαντικά γιατί θα με δει πάλι και θα μου ρίξει εκείνο το άγριο βλέμμα που… τρεχάτε ποδαράκια μου! 

Θα μείνω εδώ και στα ευκόλως εννοούμενα που πάντα πίστευα ότι δεν πρέπει να παραλείπονται. Αγαπώ τα μαθηματικά και τους μαθηματικούς ασχέτως ότι δεν τους καταλαβαίνω πάντα. Πώς να σε καταλάβω, ρε δάσκαλε, και να σε φτάσω που από τον ουρανό μέχρι τη γη έτη φωτός απόσταση; 

Εγώ πάντως τετραγώνισα τον κύκλο με το δικό μου τρόπο και τους δικούς μου υπολογισμούς. Εσύ ακόμα;;;

Για το Γιάννη το δάσκαλο!




Με τέτοια χρώματα σιγά μη με φοβίσει ο θάνατος



Οδηγώ στην παραλιακή. Ο ήλιος έχει αρχίσει να γέρνει κουρασμένος από την ολοήμερη ορθοστασία. Ανοίγω το παράθυρο και τραβώ γερές τζούρες θαλασσινού αέρα. Δε μου κάνει καρδιά να ανάψω τσιγάρο. Έχω μια λαχτάρα να κατακτήσω τον κόσμο πάλι. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή όλο το ίδιο σαράκι με σιγοτρώει. Από το ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή του Παυλίδη: «ότι αν αφεθείς σε οδηγάει ο δρόμος»!

Ένα φτερούγισμα στην καρδιά, στη χορτάτη καρδιά μα πιο πολύ στην ευτυχισμένη μου ματιά που μπορεί και βλέπει και αντιλαμβάνεται ακόμα χρώματα μαγικά και μυστικά περάσματα και αρώματα και μουσικές.. «ότι αν το πιστέψεις στα αλήθεια η αγάπη μπορεί..».

Είναι μια ελπίδα. Σπουδαία ελπίδα ανθρώπινη, μοναδική, πεισματάρα! Θα τα καταφέρω! Θα τα καταφέρουμε! Πιο ψηλά να κρατηθούμε, να το πιστέψουμε πως το φως θα φέρει ξημέρωμα!

Παρατηρώ την πορεία που διαγράφει ο ήλιος. Ποιος ανόητος δεν πιστεύει στη μαγεία; Κι ύστερα σε θυμάμαι να με ρωτάς απεγνωσμένα αν φοβάμαι το θάνατο, αν τον σκέφτομαι, αν με λυγίζει και με κλειδώνει και με αποπροσανατολίζει και με κάνει μικρό και ασήμαντο άνθρωπο. Με βαλες σε σκέψεις τότε. Αμέσως έτρεξα στο νεκροταφείο να ανάψω το καντηλάκι στον παππού και στη γιαγιά. Να ρωτήσω αν αυτοί τρόμαξαν ή λύγισαν ή σκέφτηκαν κάτι. Δεν πήρα ποτέ απάντηση κι ούτε θα πάρω.

Ναι! Τον φοβάμαι πολλές φορές. Κι ύστερα σκέφτομαι πως με το φόβο δεν άρχισε ούτε τέλειωσε ποτέ κανένας πόλεμος. Ποιο πολύ φοβάμαι μη χάσω χρόνο με αυτές τις σκέψεις και μπλεχτώ στο λαβύρινθο και δεν προλάβω να ζήσω ή να ερωτευτώ ή να κυνηγήσω άπιαστα και αδύνατα για να το πάω πιο μπροστά.

Ναι! Κάποια βράδια που είμαι μόνη και κουρασμένη και απογοητευμένη που δεν έκανα μεγάλα άλματα και δεν προσπάθησα να σταθώ στο σημείο εκκίνησης και να πάρω σωστή θέση κλείνω τα μάτια κι εύχομαι να μην πεθάνω προτού ταξιδέψω στο κέντρο της γης.

Δεν είσαι μόνο εσύ. Όταν μαζεύω τα κομμάτια για να με συναρμολογήσω πάλι, σκέφτομαι πόσες χαμένες ζωές έχουμε ζήσει όλοι γιατί χάσαμε το κουβάρι και δε βρήκαμε ποτέ την έξοδο μόνο παραμείναμε εγκλωβισμένοι στον ωραίο εαυτό μας.

Θέλω να μάθω να συγχωρώ για να συγχωρήσω πρώτα εμένα και να πάω παρακάτω. Και τότε δε θα φοβάμαι ούτε το θάνατο ούτε το σκοτάδι που τρυπώνει καμιά φορά στα άδυτα της ψυχής μου και στις μύχιες σκέψεις μου. Να με συγχωρήσω για τα λάθη που έκανα και τα άλλα που θα κάνω αγνοώντας πράγματα και καταστάσεις και υπόγειες διαδρομές.

Κάθε τέτοια εποχή που ζαλίζομαι από το γιασεμί και το αγιόκλημα έχω μια ελπίδα πως θα τα καταφέρω. Πως θα τα καταφέρουμε. Θα γίνουμε χαρούμενα παιδιά στην αλάνα, θα βάλει πάλι η Κατερίνα το νυφικό κι η Πόπη θα τη βάλει να ξαπλώσει στο λιβάδι με τις μαργαρίτες και τα μανουσάκια και θα την τραβήξει φωτογραφίες αμέτρητες για να θυμόμαστε την τρέλα της στιγμής. Θα φορτώσουμε τη βαλίτσα στο Δημήτρη και στη Θεονύμφη να μοιραστούν το βάρος και θα τους σπρώξουμε να ανοίξουν μαζί την πόρτα του έρημου σπιτιού.

Θα σου πω όλη την αλήθεια! Με τέτοια χρώματα σιγά μη με φοβίσει ο θάνατος. Δε θα με φοβίσει όμως ούτε η απόλυτη ευτυχία. Την αποζητώ και η ζωή μου τη χρωστάει….

Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα





Είναι από εκείνες τις μέρες που περπατάς. Απλά περπατάς… Βολτάρεις στην πόλη κάτω από τον ήλιο του Δεκέμβρη και χάνεσαι στις σκέψεις σου. Και η σκέψη είναι αναρχοαυτόνομη! Δεν ελέγχεται. Ταξιδεύει . Μόνο ταξιδεύει. Κι αν σε ρωτήσει κάποιος «τι;» δε θα μπορέσεις ποτέ να απαντήσεις ξεκάθαρα.

Αργά περπατούσα κι ας μην το συνηθίζω. Κάτι έψαχνα. Κάτι γύρευα να ακουμπήσω το βλέμμα μου, να το ξεκουράσω. Και το εντόπισα! Καθισμένα οκλαδόν στον παγωμένο δρόμο να τραγουδούν, να φωνάζουν συνθήματα, να ονειρεύονται ότι θα αλλάξουν τον κόσμο απλά με τη φωνή τους.

Αχ! αυτή η ορμή της νιότης! Κοντοστάθηκα και τα θαύμασα. Έκλεισα τα μάτια και είδα τον εαυτό μου να κάθεται εκεί, μαζί τους, να ενώνω τη φωνή μου με τη φωνή τους. Να γίνομαι πάλι 17 και να διεκδικώ, να ερωτεύομαι, να ονειρεύομαι, να πιστεύω ψυχή τε σώματι πως ο κόσμος μου ανήκει. «ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΚΟΥΦΑΛΑ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ»!!!!!!!!

Αγαπώ πολύ τους εφήβους. Νιώθω πως μαζί τους δε μένω στάσιμη. Με διδάσκουν, με νουθετούν με κάνουν και γελάω, μου δείχνουν τον κόσμο που προχωράει, απλοποιούν την πολύπλοκη σκέψη μου, με ταξιδεύουν με το γέλιο τους, με λούζουν με το κλάμα τους, μου χαρίζουν το παραμύθι τους!!!

Μην τους πυροβολείτε! Μην τους στήνεται στον τοίχο! Μην τους απαγορεύετε να πιστεύουν με σιγουριά ότι απόψε θα γκρεμίσουν τον κόσμο και αύριο θα τον ξαναχτίσουν! Αφήστε τους να κάνουν τα δικά τους λάθη! Δεν υπάρχει κανένα χάσμα! Υπάρχει μόνο το κουρασμένο βλέμμα μας!

Μέχρι τώρα κανείς έφηβος δε με πρόδωσε! Μου χάριζαν και εξακολουθούν να μου χαρίζουν την αθωότητα και τη μαγκιά τους. Γιατί η ζωή είναι μαγκιά και όποιος από εμάς είναι μάγκας ας τη ζήσει!!! Και το μόνο που αγαπώ στις γιορτές είναι το καθιερωμένο μας ραντεβού για ρακές και κουβέντα και εξιστόρηση των περιπετειών από τη φοιτητική τους ζωή!

Ευχαριστώ! Χίλια ευχαριστώ! Ευχαριστώ που υπάρχετε και με κάνετε να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος! Και συγνώμη γιατί ανήκω κι εγώ στον κόσμο των ενηλίκων που ό,τι εσείς χτίζετε εμείς το ισοπεδώνουμε….


Στα «παιδιά» μου που με διδάσκουν…



Όταν μεγαλώσεις θα γίνεις χοντρή



Καλοκαίρι του 2013! Είχαμε κατασκηνώσει στις Λίγκρες που βρίσκεται στα νότια του νομού Ρεθύμνης. Παραλία χωρίς δέντρα που μεταφράζεται: μαρτύριο για τα αποπνικτικά μεσημέρια ιδίως όταν η θερμοκρασία φτάνει τους 40 βαθμούς και ψάχνεις ένα κλαράκι να βάλεις το κεφάλι σου για να μην αρχίσουν οι παραισθήσεις από την ηλίαση. Χαλάλι όμως! Μας αποζημίωνε το παλικάρι με τα πράσινα μάτια και το ηλιοκαμένο κορμί που είχε την ταβέρνα «κάπου στην άκρη του κόσμου». Εκεί αράζαμε όταν τηγανίτες πια από τον ήλιο και αφού είχαμε αδειάσει όλο το αντηλιακό που διαθέταμε είχαμε παραδώσει ψυχή και μαυρισμένο κορμί.

Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια και πιάσαμε την καλύτερη θέση για να μπορούμε να «χαλβαδιάζουμε» και το Μιχάλη που πηγαινοερχόταν ενδεδυμένος με ένα παρεό από τραπέζι σε τραπέζι κρατώντας το δίσκο και χαμογελώντας σε όλες τις θαυμάστριες του. Πίσω μας βρισκόταν το ψυγείο με τα παγωτά που η επιδρομή ήταν σίγουρη μετά τα χορταστικά πιάτα και τις αμέτρητες μπύρες που είχαμε κατεβάσει από την κάψα του καλοκαιριού αλλά και του μοναδικού θεάματος που μας χάριζε το παλικάρι.

Και τότε εμφανίστηκε εκείνη με το επτάχρονο κοριτσάκι. Ψιλόλιγνη στα όρια νευρικής ανορεξίας, βαμμένη με αδιάβροχα καλλυντικά, ξανθό μαλλί πλατίνα χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας και περιττού λίπους. Πολύ τη ζηλέψαμε από κρυφό και ανομολόγητο θαυμασμό και αυτομάτως οι τύψεις μας τυραννούσαν για την τελευταία μερίδα πατάτας τηγανητής που παραγγείλαμε ενώ είχαμε χορτάσει. Το κοριτσάκι με το ίδιο σκαρί με τη μαμά, άνοιξε το ψυγείο με τα παγωτά και διάλεξε ένα πύραυλο 4Χ4 πιο μεγάλο από το μπόι της και με βιασύνη παιδική και σάλια να τρέχουν έκανε να σκίσει το περιτύλιγμα και να ξεκινήσει η απόλαυση. Και τότε η μαμά μοντέλο ξεστόμισε τη βόμβα: «Αν φας τόσο μεγάλο παγωτό θα γίνεις χοντρή»!!!!!! Το κοριτσάκι με τα μεγάλα μάτια και την πελώρια λαχτάρα για παγωτό άνοιξε πάλι το μαγικό ψυγείο έκρυψε το 4Χ4 και πήρε μια γρανίτα με πολύ λιγότερες θερμίδες και σαφώς λιγότερη γεύση.

Ένιωσα την ανάγκη να βουτήξω τη μαμά μοντέλο μέσα στο ψυγείο και να την αναγκάσω να φάει όλα τα παγωτά που υπήρχαν μέσα για να υποφέρει μετά από τύψεις και ενοχές για τις αμέτρητες θερμίδες που έκατσαν στα μπούτια της και στην κοιλιά της. Κι ύστερα να πάρω το κοριτσάκι από το χέρι να το βάλω να καθήσει δίπλα μου και δίνοντας της ένα κουτί μερέντα και το πιο μεγάλο κουτάλι να της εξηγήσω πως έχουμε δικαίωμα όλοι –πόσο μάλλον εκείνη που ήταν παιδί- να κλέβουμε ακόμα το γλυκό από το βάζο και να «γουρουνιάζουμε» όταν μας παίρνει από κάτω, και κάποιες φορές να μην κουμπώνει το αναθεματισμένο τζιν που εσύ μια χαρά το είχες φανταστεί με εκείνο το άσπρο πουκαμισάκι αλλά αυτό δεν σου έκανε τη χάρη, και να τρώμε και να πίνουμε παραπάνω γιατί είμαστε άνθρωποι που κληρονομήσαμε τεμπέλη και νωθρό μεταβολισμό παρόλο που όλη μέρα νομίζουμε ότι καίμε θερμίδες και κάποιες φορές τρώμε μόνο σαλάτες για να χωρέσουμε στο φόρεμα που αγοράσαμε για το γάμο του συμμαθητή που πρέπει να είμαστε και άψογες γιατί θα συναντήσουμε όλους τους παλιούς γνωστούς και θα μας σκανάρωνουν από πάνω ως κάτω!

Να της πω ότι οι παχουλές έχουν το πιο ωραίο δέρμα και την πιο καλή καρδιά γιατί κουβαλούν πάντα μέσα τους το χλευασμό των άλλων παιδιών από κάτι τέτοιες μαμάδες που μεγάλωσαν τα παιδιά τους και τους χάλασαν την εικόνα που έβλεπαν για τους άλλους ανθρώπους πριν μπουν οι ταμπέλες του χοντρού ή αδύνατου, του όμορφου ή άσχημου, του ψηλού ή κοντού. Και υπάρχουν και γυναίκες που έκαναν παιδιά και χάλασε το σώμα τους και χρόνια πασχίζουν να αδυνατήσουν αλλά ποτέ δε βρίσκουν χρόνο να γυμναστούν ή να μπουν σε διατροφικό πρόγραμμα ή δεν έχουν το κουράγιο να βάλουν λουκέτο στο ψυγείο ή να ράψουν το στόμα τους γιατί το κενό πρέπει να γεμίσει με φαϊ αφού δε γεμίζει από αγάπη και ενδιαφέρον!

Είχα κάποτε γνωστούς που επέλεγαν να κάνουν παρέα με όμορφους, αδύνατους και καλλίγραμμους ανθρώπους. Όλες οι παρέες τους ήταν άνθρωποι που είχαν επιλεγεί από «καλλιστεία» του σχολείου, της γειτονιάς, της σχολής, του χωριού. Και πραγματικά δεν ξέρουν τι χάνουν από τους «παχουλούς» και «άσχημους» ωραίους ανθρώπους που έχουν δουλέψει με το ελάττωμα τους και το έχουν κάνει προτέρημα και ξέρουν να αυτοσαρκάζονται και να σκορπίζουν το γέλιο και την ευγένεια.

Αυτό το ρατσισμό σιχαίνομαι περισσότερο. Μόνο που αυτός καλλιεργείται από κομπλεξικούς και ανεγκέφαλους. Γιατί αν επιχειρήσεις να πεις κάτι παραπάνω με όλους αυτούς θα σκίσεις όλα σου τα πτυχία και η επιστήμη θα σηκώσει τα χέρια ψηλά ανίκανη να τους εντάξει σε κατηγορία. Αυτοί είναι μια κατηγορία μόνη τους!

Αν πετύχω ξανά αυτό το κοριτσάκι θα του αγοράσω τον πιο μεγάλο πύραυλο και θα το κρύψω μέχρι να το φάει και γίνει γλυκό το μέσα του! Κι όταν μεγαλώσει ας γίνει χοντρή! Δε θα χρειάζεται να βάζει πέτρες στις τσέπες σαν τη μαμά όταν θα φυσάει ο αέρας!!!!!!!!!