Translate

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΒΑΛΕ ΜΙΑ ΡΑΚΗ




Ο Αύγουστος μου προκαλούσε πάντα μελαγχολία. Όχι γιατί τέλειωνε το καλοκαίρι – εξάλλου στην Κρήτη ζούμε κι εδώ η καλοκαιρία κρατάει μέχρι Οκτώβρη- αλλά γιατί ξεκινούσε η περίοδος του «τρυγητού». Ο κάμπος της Μεσσαράς αποτελείται από μια απέραντη θάλασσα από ελιές και αμπέλια. Κουράζεται το μάτι σου από την πρασινάδα. Όλοι λένε πως είναι ευλογημένος τόπος αλλά εμείς τα παιδιά πάντα πιστεύαμε πως κάποιος μας καταράστηκε να κολυμπάμε μονάχα σε πράσινες θάλασσες.

Αναβρασμός υπήρχε στο χωριό την περίοδο αυτή. Έπρεπε να προετοιμαστείς για να τρυγήσεις, να ξεράνεις τα σταφύλια και να μαζέψεις τη σταφίδα. Στο μυαλό σου υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να σε τσιμπήσουν σφίγγες μέσα στο αμπέλι, να καείς από τον ήλιο, να κόψεις το δάχτυλο σου από το ψαλιδάκι που κρατούσες και έκοβες τα σταφύλια και πολλά άλλα ατυχήματα που δεν είχαμε προβλέψει.

Αρχικά η μεταφορά των σταφυλιών γινόταν με «ξυλογαϊδάρες», θήκες δηλαδή που τοποθετούσαν πάνω στο γαϊδαράκο κι εκεί έβαζαν τα κοφίνια. Έτσι κάποιος έπρεπε να τραβά το γάιδαρο ή να κάθεται πάνω και να τον οδηγεί μέχρι τον «οψιγιά», το λιακωτό δηλαδή όπου με βάπτισμα σε ποτάσα ξέραιναν τα σταφύλια. Εγώ είχα την τιμή να οδηγώ τον Ντορί καθισμένη στη ράχη του σε ένα όμορφο σαμάρι. Επειδή όμως δεν ήμουν και το καλύτερο παιδί είχα κάποτε τη φαεινή ιδέα να γαργαλήσω τα καπούλια και τον πισινό του με την ουρά του. Κι όσο κι αν ήταν ήσυχος ο καημένος ο γαϊδαράκος πόσο να αντέξει τα βασανιστήρια μου! Προσγειώθηκα λοιπόν, κακήν κακώς πάνω στο αμπέλι και για μέρες πονούσε το κορμί μου από το χτύπημα. Τον τρύγο όμως δεν τον γλίτωσα! Αργότερα όλοι απέκτησαν τρακτέρ κι έτσι τα δόλια τα ζωντανά πήραν σύνταξη και πέρασαν για πάντα στην ιστορία.

Το βράδυ γυρνούσαμε κατάκοποι από το χωράφι και βρίζαμε τον ανόητο συγγραφέα του αναγνωστικού της β΄ δημοτικού που παρουσίαζε τον τρύγο σα γιορτή που οι άνθρωποι τραγουδούν και πίνουν και γλεντάνε και νιώθουν ευτυχισμένοι και μακάριοι και ήρεμοι και χαίρονται τη ζωή. Πόσο αφελής! Έπρεπε να συνεργαζόταν με το Βλαχοδημήτρη και τότε θα βλέπαμε αν ακόμα του φαινόταν πανηγύρι το μάζεμα των σταφυλιών. Και τότε είμαι σίγουρη ότι το τραγουδάκι αυτό δε θα το έγραφε ποτέ:

Πάρτε καλάθια απλόχωρα ,

γεμίστε τα σταφύλια ,

πέστε τραγούδια χίλια ,

ν’ αντιλαλεί η πλαγιά

Και μη νομίζετε ότι το δράμα μας τέλειωνε εκεί! Μόλις έδυε ο ήλιος αφήναμε τον τρύγο και πηγαίναμε στο μάζεμα της σταφίδας. Αδειάζαμε τα πανιά, κοσκινίζαμε τα ξερά σταφύλια για να φύγουν τα τσαμπιά, κάναμε ένα τεράστιο σωρό κι ύστερα ξεκινούσε το σάκιασμα. Αν ήμασταν τυχεροί θα γυρνούσαμε στο σπίτι το βράδυ. Διαφορετικά θα κοιμόμασταν εκεί δίπλα μην τυχόν και κάποιος κλέψει τη σοδειά για την οποία κοπιάζαμε ένα ολόκληρο χρόνο.

Όταν τέλειωνε η διαδικασία της σταφίδας ακολουθούσε το μάζεμα των σταφυλιών για το κρασί. Τα «κρασοστάφυλα» μαζεύονταν και ρίχνονταν στο πατητήρι για να τα πατήσουμε και να φτιάξουμε καλό κρασί για να κερνάμε τους φιλοξενούμενους. Μέλισσες και σφίγγες συνόδευαν το χορό μας με ένα βόμβο κι ένα τραγούδι τρομακτικό.

Και λίγες μέρες μετά ξεκινούσαν τα ρακοκάζανα! Ο κόσμος μύριζε «στράφιλα» και τσικουδιά. Παρέες ανταμώνανε και πίνανε και ύψωναν τα ποτήρια και κάποιοι παλιοί έλεγαν εκείνο το κλεμμένο από τον Καζαντζάκη: «Σκουτελοβαρίσκω σου» κι ο άλλος απαντούσε «κι εγώ αντιστέκομαι σου» κάνοντας πόλεμο ποιος θα αντέξει περισσότερο ρακί και ποιος θα πει τις πιο όμορφες μαντινάδες! Κι έπειτα στήναν το χορό κι έρρεε άφθονη η ρακί από το λουλά κι ο κόσμος είχε ένα μεθυστικό άρωμα χαράς και γέλιου και απόλυτης ευφορίας!

Ο πατέρας μου είναι καζανάρης. Χημικός ήθελε να γίνει αλλά τελικά καταπιάστηκε με τα άλλα κι έγινε αλχημιστής. Κοκορεύεται πως βγάζει την καλύτερη ρακή στην Κρήτη και ότι το κρασί του είναι γιατρικό που ανασταίνει και νεκρούς. Αυτές τις μέρες όμως ζει με το φόβο πως για φέτος υπάρχει περίπτωση να μη δώσουν άδεια για τα καζάνια. Γίναμε Ευρώπη κι εμείς κι άντε να πείσεις τα «αφεντικά» πως το νησί μας είναι συνδεδεμένο με τη μυρωδιά και τη γεύση της ρακής. Άντε να τους δώσεις να καταλάβουν πως εμείς μπορούμε και γλεντάμε ακόμα με άδειες τσέπες αλλά με γεμάτη καρδιά! Κι όσο κι αν προσπαθούν να μας κατεβάσουν το κεφάλι εμείς θα αντισταθούμε και θα κοιτάμε πάντα ψηλά. Ας κοπιάσουν να πιούνε μια ρακή από το καζάνι μας κι έπειτα αν έχουν αντοχή ας υπογράψουν τις συμφωνίες τους.

Θα τους υποδεχτούμε με μια μαντινάδα που έλεγε ένας παππούς όταν είχε σεκλέτια:

Γιάντα δεν πίνεις μια ρακή

τον πόνο να ξεχάσεις

και από τσι Κρήτης τη χαρά

να πιεις να ξεδιψάσεις.

Καλά γλέντια σύντροφοι!!!!!!!!!!!!!

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

ΘΑ ΦΥΓΩ ΚΑΙ ΦΟΒΑΜΑΙ



Τη θυμάμαι κάποιες φορές. Όχι πάντα. Κάθε φθινόπωρο μόνο. Το αγαπούσε και το μισούσε συνάμα. Μιαν άνοιξη δεν αξιώθηκε. Μονάχα φθινόπωρα η ζωή της. Κι ας γελούσε δυνατά, κι ας έδινε την ψευδαίσθηση πως μόνο άνοιξη της χαρίστηκε. Είχε η ζωή φθινόπωρα και χειμώνες… αμέτρητους!

Τρικυμίες και φουρτούνες! Φουσκοθαλασσιά στα μάτια, στην ψυχή, στο μυαλό. Να τρέχει να προλάβει τις βαρκούλες μη χαθούνε μεσοπέλαγα, να σβήσει τις φωτιές μη φουντώσουν από τους αέρηδες και κάψουν την καμένη γη, να ισιώσει τα στραβά μη λοξοδρομήσουν και χαθούν οι άνθρωποι. Φόβος μεγάλος, τεράστιος, δράκος με φτερά που τα άνοιγε και μαύριζε ο ουρανός.

Τη θυμάμαι κάποιες φορές. Όχι πάντα. Κάθε φθινόπωρο μόνο. Τότε που οι μέρες μικραίνουν, το χώμα σκάει και περιμένει διψασμένο τις πρώτες βροχές, το πρώτο νερό. Ευλογημένο νερό. Ελπίδα αφόρετη, εμβληματική, λάβαρο αποτυχημένης επανάστασης! Και ρωγμές. Χιλιάδες ρωγμές. Ποια να προλάβει να κλείσει; Ποια να προλάβει να μπαλώσει; Μια έκλεινε δέκα άνοιγαν.

Έλεγε «θα φύγω». Χιλιάδες «θα» είπε. Κι ούτε μια μελλοντική επιθυμία δεν άγγιξε το παρόν. Πάντα στο μέλλον ταξίδευαν. Και οι αλήθειες της όλες ηχηρά ψεύδη που ήξερε ότι θα παραμείνουν πουλιά άπιαστα, ανερμήνευτα.

Έλεγε καμιά φορά «φοβάμαι». Μόνο όταν ακουμπούσε το κεφάλι στον ώμο κάποιου ζαλισμένη από το ποτό. Κι έπειτα το παιρνε πίσω από ντροπή που ξεστόμισε αδυναμία. Ο διασκεδαστής της ομήγυρης έπρεπε να ξέρει ισορροπία και να μην έχει αδυναμίες. Το ξύλινο πατίνι την πήγαινε πότε εδώ και πότε εκεί μα ποτέ δεν είχε πτώση.

Τη βάφτισα Δανάη. Δεν ήθελα να ξέρω το όνομα της. Λες κι έχουν σημασία τα ονόματα.. αερικό ήταν και σαν αέρας ήρθε κι έφυγε. Από ένα έρωτα που της έβαλε θηλιά στο λαιμό. Όχι δεν ήταν ένας! Ήταν πολλοί! Ήταν όλοι! Και κανείς δεν κατάλαβε πως από εκείνες τις ρωγμές ξεπηδούσαν τα φαντάσματα τις νύχτες, τα ξωτικά που χόρευαν στο αφιλόξενο μυαλό της. Κι ας είχε φιλόξενη καρδιά. Πόσα τραπέζια να προκάμει να στρώσει κι εκείνη; Πόσα καλούδια να βρει στον κήπο της για να φιλέψει τον κόσμο;

Είναι κάποιοι άνθρωποι που ταξιδεύουν χωρίς φουρτούνες. Είναι και κάποιοι άλλοι που ποτέ δεν έχουν ούριο άνεμο. Είναι μυαλά που βλέπουν άλλα. Η Δανάη ήταν αερικό κι έφυγε σαν αέρας. Προδομένη από υπόγειες διαδρομές και άκυρες συμφωνίες. Παραδομένη στη μοίρα της. Κι αφέθηκε στον άνεμο, στο ρέμα και κολύμπι δεν ήξερε κι ούτε κανείς της πέταξε σωσίβιο. Πήρε μια ανάσα κι έφυγε. Και φοβήθηκε πολύ. Πάρα πολύ…

Τη θυμήθηκα αυτές τις μέρες. Άκουγα ένα τραγούδι και ήρθε στο μυαλό μου.

«Φιλί που μάτωσε η νύχτα το φεγγάρι

πήρε φωτιά της μοναξιάς σου το δοξάρι

άγρια σημάδια στο κορμί που ταξιδεύει σε μια αόρατη αγκαλιά

χορεύεις μόνη στου έρωτά σου τη θηλιά»

Κάθε τέτοια εποχή τη θυμάμαι. Τώρα που σιγά-σιγά οι μέρες μικραίνουν και μου θυμίζουν πόσο μικροί είμαστε κι εμείς. Σταγόνα στον ωκεανό, κουκίδα στην απεραντοσύνη, άμμος που κρατάμε στις χούφτες και ξεφεύγει από τα δάχτυλα.

Η Δανάη ήταν αερικό….

https://www.youtube.com/watch?v=42xkjI--w8E

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ / ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ







Τη θυμάμαι την απαγόρευση. Ήταν σε περίοπτη θέση πάνω από το τιμόνι του οδηγού στο υπεραστικό λεωφορείο που εκτελούσε το δρομολόγιο για τη «Χώρα», όπως έλεγαν το Ηράκλειο οι ηλικιωμένοι του χωριού. Παιδάκι έμπαινα στο λεωφορείο με τη μάνα μου για να πάμε στη «Χώρα» για ψώνια και σε όλη τη διαδρομή διάβαζα την πινακίδα που στόλιζε το λεωφορείο και ποτέ μα ποτέ δεν παραβίασα τη διαταγή του αόρατου επικεφαλής της διαδρομής.

Λίγο πιο κάτω και με μικρότερα γράμματα μια δεύτερη επιγραφή κέντριζε τη φαντασία μου και με γέμιζε μονάχα απορίες : ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ. Στην αρχή δεν ήξερα το ρήμα πτύω αλλά και όταν αργότερα έμαθα πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο ύπαρξης της συγκεκριμένης απαγόρευσης. Ποιος άνθρωπος δηλαδή θα μπορούσε να φτύνει μέσα σε ένα λεωφορείο; Παιδική αγνότητα; Άγνοια της ζωής; 

Κι ύστερα μεγάλωσα και κατάλαβα πως αυτές οι δυο απαγορεύσεις είναι οι πιο σημαντικές στη ζωή του ανθρώπου. Από τα γεννοφάσκια σου με ένα λεωφορείο πορεύεσαι. Και συνυπάρχεις με συνοδηγούς και συνταξιδιώτες. Πότε είσαι οδηγός και πότε επιβάτης. Ψηλαφίζεις τον καιρό με διλλήματα, καλοπιάνεις τα κουσούρια τα δικά σου και των άλλων που σε θυμώνουν, ψάχνεις νερό για τα άνυδρα όνειρα, πασχίζεις να μονιάσεις τη σκοτεινή με τη φωτεινή σου πλευρά. Πάντα κάποιος κάθεται δίπλα, πίσω, μπροστά, δεξιά, αριστερά με παραπανίσιες κουβέντες ή μισόλογα. Σαρακοφαγωμένα τα καθίσματα και πότε οι λαμαρίνες να βράζουν κι άλλοτε παγωμένες να σε κάνουν να κρυώνεις και να προσπαθείς να χουχουλιάσεις στο διπλανό, στον ξένο, στο δικό σου. 

Οι αποσκευές να πληθαίνουν στο πορτ μπαγκάζ του λεωφορείου κι εσύ φυγόπονος καθώς είσαι να βαριέσαι το ξεκάθαρισμα. Και στις ανηφοριές να αγκομαχάς και να παλεύεις να καταλάβεις ποια διαδρομή είναι πιο σύντομη, ποιος δρόμος σε πλάνεψε και τον ακολουθείς, ποιο συναπάντημα σε ζόρισε και λούφαξες και πήγε στις πίσω θέσεις και απομονώθηκες και κρύφτηκες κι έκρυψες και τα όνειρα. Κι έπειτα ψηλώνεις και δε χωράς και βεβηλώνεις τις ανάγκες των άλλων και βεβηλώνουν κι εκείνοι τις δικές σου, και ζητούν ρουσφέτια και απαιτούν θέσεις μπροστά. Μονάχα μπροστά γιατί η ζωή τους ζαλίζει. 

Πόσο εύκολα κρίνουμε τις ζωές των άλλων, έχουμε άποψη για τη διαδρομή τους, για την κορφή που θα επιλέξουν να στήσουν τη σημαία τους! Και τους μιλάμε, τους μιλάμε,…. τους μιλάμε εμείς που είμαστε έξω από το χορό και γνωρίζουμε να κρίνουμε τους χορευτές. Και εκείνοι κάνουν λάθη και χάνουν το δρόμο χωρίς χάρτη και πυξίδα κι εμείς τους φτύνουμε και τους γυρνάμε την πλάτη και τους κλωτσάμε σαν τους κόπρους σκύλους που μπήκαν στο δρόμο μας και ζητάνε σημασία και προσοχή. Η αγάπη δεν περισσεύει για να τους βοηθήσουμε να ελευθερώσουν τη μοναξιά τους. 

Μια επεξήγηση και μια παράθεση η ζωή. Να δίνεις πάντα εξηγήσεις και διευκρινίσεις για τις επιλογές σου, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τα λάθη και τα σωστά, τα στραβά και τα ίσια, τα μισά και τα ολόκληρα. Και όλοι δικαστές που παραμονεύουν να σε δικάσουν και να σου επιβάλλουν ποινές και τιμωρίες.



Ο οδηγός πρέπει να είναι ανάλαφρος σαν αεράκι, προσηλωμένος στη διαδρομή και απόλυτα υπεύθυνος για το δρόμο του. Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει να ομιλεί εις τον οδηγόν και απαγορεύεται αυστηρά το «πτύειν» σε όλη τη διάρκεια της εκδρομής. Γιατί αυτό είναι η ζωή, φίλοι μου, μια εκδρομή όχι πάντα ευχάριστη αλλά τουλάχιστον είναι παρεϊστικη και μοναδική. «Δεύτερη εκδρομή δεν έχει»….

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ







Ακουμπούν τα χέρα στους ώμους. Στηρίζονται και στηρίζουν. Και κάνουν κύκλους ομόκεντρους. Όμορφοι οι κύκλοι. Χωρούν πολλούς συνοδοιπόρους, συνταξιδιώτες στο καραβάνι τη ζωής, ομοϊδεάτες στο βάρος της ζωής. Η καρδιά κινεί τα πόδια κι εκείνα υπακούνε πρόθυμα, αγόγγυστα σε βήματα που διηγούνται ιστορίες. Η ιστορία της ζωής. Η ήττα του θανάτου. Να ζήσεις μονάχα μια τέτοια στιγμή, να ακουμπήσεις το χέρι στον ώμο του άλλου και να προχωράς σε κύκλο, όχι φαύλο, ουσιαστικό. Να ‘χεις πετάξει από πάνω σου τη σκόνη, τη μνήμη και να αρχίζεις από την αρχή. Να ξαναγεννιέσαι από το τίποτα. Να πατάς και να σείεται η γης, να γκρεμίζεις τα φάλτσα και να κουνάς το κεφάλι δεξιά και αριστερά, όχι πάνω και κάτω. Εδώ δεν έχει πτώση μονάχα βλέμματα της ζωής δεξιά και αριστερά. Και μάτια κλειστά γιατί οι εικόνες είναι καινούριες, τις φτιάχνεις εσύ και είναι ό,τι θες να δεις και όχι αυτό που βλέπεις. Σαν τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. 

Όμορφοι οι άνθρωποι που χορεύουν, οι άνθρωποι που κοιτιούνται και χορεύουν, οι άνθρωποι που συνωμοτούν με τα μάτια, που συμφωνούν απόλυτα με τον κοινό τους κώδικα: τα βήματα. Και η λύρα να πλέκει μελωδίες, να μπλέκονται οι λέξεις και να μυρίζουν αγάπη, να φτάνουν οι νότες μέχρι τον ουρανό και να ζηλεύουν οι άγγελοι και να θρηνούν για την επουράνια μοναξιά τους.

Ακουμπισμένα χέρια στους ώμους! Γραπωμένα χέρια! Να στηριχτούν, να ξεκουραστούν να βγάλουν οι άνθρωποι τα αχ! και να ξαλαφρώσουν, να αδειάσουν το μυαλό από τις σκέψεις, τα βάσανα, τη ματαιότητα. Είναι η στιγμή που δε μπορεί κανείς να σε πληγώσει, να σε πονέσει. Πόσο καλοί γίνονται οι άνθρωποι με το χορό, με τη μουσική!!!!!

Κι απάνω ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι να συναινεί στην ευτυχία, να φωτίζει τα σκοτεινά βήματα, να σμίγει τους ανθρώπους για να αγαπηθούν, να ριγεί κι αυτό από την απόλυτη ευτυχία. Η πανσέληνος που περιμένουμε δώδεκα μήνες και ποτέ μα ποτέ δε μας απογοήτευσε. Είναι κάθε χρόνο πιστή στο ραντεβού της. Κι εμείς όμως ποτέ δεν την αδικήσαμε. Πάντα την τιμάμε όπως της πρέπει.

Χθες το βράδυ ένιωσα ότι ήμουν κοινωνός μιας διονυσιακής λατρείας από ένθερμους οπαδούς και υποστηριχτές της μοιρασιάς, της δοτικότητας, της ξενοιασιάς και κυρίως της αγάπης. Πόσο όμορφοι οι άνθρωποι όταν αγαπούν! Χθες το βράδυ κατάλαβα πως μπορεί να ένιωθε η Σίβυλλα όταν αποκάλυπτε τα μελλούμενα στους ανθρώπους. Χθες το βράδυ αντιλήφθηκα πως τα μυστήρια του φεγγαριού πρέπει να παραμένουν άλυτα για να εποπτεύουν τους ανθρώπους τουλάχιστον μια φορά το χρόνο. Χθες το βράδυ για άλλη μια φορά λάτρεψα τις μουσικές και τους χορούς της Κρήτης.



Χουδέτσι 2014! Ήμουν κι εγώ εκεί για να σας πω ότι η ζωή γίνεται όμορφη όταν τη ντύσεις με μελωδίες, όταν αφήσεις τα βήματα να σε οδηγήσουν. Ήμουν κι εγώ εκεί για να σας πω ότι ΕΤΣΙ ΓΛΕΝΤΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ!!!!!!!

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΣΟΥΑΡΕ ΜΕ ΚΑΡΠΟΥΖΙ ΚΑΙ ΚΟΥΒΕΝΤΑ




Τύφλα να ‘χουν οι γυναικείες παρέες! Γυναίκα και παρέα. Σαν ανεκτίμητο κάδρο στον τοίχο που το ξεσκονίζεις και το στολίζεις σε περίοπτη θέση. Να φαίνεται, να το χαίρεσαι, να το χαίρονται και οι άλλοι- με συγχωρείτε- οι άλλες ήθελα να γράψω.

Πόσο βαρετό, αλήθεια, να μην είσαι γυναίκα! «Πιο βαρετό πεθαίνεις» που λέει και μια αγαπημένη φίλη. Πόσο βαρετό να μην υπεραναλύεις την ανδρική φύση και τα τόσο αδιάφορα μηνύματα που εκπέμπει. Επίπεδη και ανούσια για εμάς τις γυναίκες αλλά χρήσιμη και αναγκαία για τους άνδρες. 

Τα σουαρέ ξεκίνησαν κατά τύχη. Ωραίο πράγμα το τυχαίο. Το πιο σπουδαίο! Κι ύστερα έγιναν ιεροτελεστία και μυστικός κώδικας που μπέρδευε τα αγόρια και τα έβαζε σε σκέψεις. Μασονία δηλαδή σε όλο της το μεγαλείο! 

Η ψυχή του ανθρώπου πως λαχταρά την παρέα! Πόσο μεγαλείο κρύβει η αφορμή για να βρεθείς με ανθρώπους και να επικοινωνήσεις! Να γίνεις μέτοχος και κοινωνός της συντροφιάς και της ανάγκης του άλλου! Να πεις το δικό σου και να αφουγκραστείς και το δίπλα, το δικό σου δίπλα, τη φίλη που ήρθε και κρατά τα ερωτηματικά και τις απορίες στην άκρη των χειλιών και περιμένει λύση. Τι φορτίο κουβαλά ο καθένας! Μεγάλο, ανυποψίαστο, έτοιμο να ριχτεί στη γη με ένα χέρι που θα συνδράμει. 

Τα σουαρέ γίνονται στο σπίτι μου. Μαζώξεις κοριτσιών «έτσι απλά για καφέ και κουβέντα», με ξεκάθαρες κουβέντες, γέλια, προβληματισμούς, σεξουαλικές συζητήσεις, απορίες και καλή διάθεση. Και είναι πάντα επιτυχημένα. Γιατί, εντέλει, από το τίποτα ξεκινούν τα πάντα. Παρέες που δοκιμάζονται και εδραιώνονται φυσικά και νομοτελειακά όταν τα άτομα αρχίζουν και μοιράζονται την ανάγκη και γίνονται ειλικρινή και καλοπροαίρετα χωρίς καχυποψία και μυστικοπάθεια. 

Μη φανταστείτε ότι είναι σα λέσχη βιβλίου. Είναι γυναικεία συντροφιά με βαμμένα νύχια στα χρώματα του ουράνιου τόξου, κατακόκκινα χείλη με χαμόγελα, αρωματισμένα κορμιά, καθαρά και καλοχτενισμένα μαλλιά. Και ατέλειωτες συζητήσεις περί παντός επιστητού και μη, πίνοντας ελληνικό καφέ «ΑΘΑΝΑΣΑΚΗ» (βαρύ χαρμάνι που μοσχομυρίζει) και «θάβοντας» τους αναίσχυντους και αναίσθητους άντρες. 

Τώρα που είναι καλοκαίρι και τα βράδια μυρίζουν γιασεμί, αγιόκλημα και νυχτολούλουδο οι βεγγέρες μας κρατάνε λίγο παραπάνω. Και οι συναντήσεις μας συνοδεύονται από καρπούζι, παγωτό και μπυρίτσα. Το καταστατικό δεν επιτρέπει την παρουσία ανδρών αλλά επιβάλλει την ενασχόληση με αυτούς. Μικρές γυναικείες χαρές απαλλαγμένες από την καθωσπρέπει εμφάνιση και τα απωθημένα, χωρίς να φιμώνεται η αθυροστομία μας και η «κουτσομπολίστικη» διάθεση.



Κορίτσια, μαζέψτε τις φίλες σας και κάντε ΣΟΥΑΡΕ! Να είστε σίγουρες ότι κάνετε τους άντρες να ανησυχούν…..