Translate

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

H ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

Έχω πια τη βεβαιότητα ότι ο «αλαφροϊσκιωτος» γεννιέται, δε γίνεται. Κάτι τα γονίδια από τους μακρινούς προγόνους, κάτι και το περιβάλλον όλα συναινούν κι έρχεται το γλυκό και δένει. Από τότε που με θυμάμαι διάβαζα. Κι από τότε που δε με θυμάμαι έγραφα. Θαρρώ πως πρώτα συνέβη το δεύτερο κι ύστερα το πρώτο. Είναι ο «διάολος» που μπήκε στο κεφάλι μου από πολύ νωρίς και να τα αποτελέσματα. Και το περίεργο είναι ότι μπήκε μόνος του. Αυθάδης και αγενής ήρθε και θρονιάστηκε ακάλεστος και άντε να τον ξορίσεις. 
Η κυρία Κούλα λέει ότι εκείνοι που γράφουν είναι καταθλιπτικοί. Και να το δεχτώ! Δεν έχω λόγο να την αμφισβητήσω. Κι αν όντως είναι έτσι αυτό δεν αλλάζει. Γιατί και να θες να το καμουφλάρεις αυτό πάλι δεν κρύβεται. Κι αν μεγάλωσες και με τον Καρυωτάκη στο μαξιλάρι σου τότε δεν υπάρχει σωτηρία. 
Θυμάμαι την πρώτη μου συγγραφική απόπειρα. Ήμουν δώδεκα χρόνων. Καθόμουν στο πλατύσκαλο του σπιτιού μου κι έγραφα. Ένα απόγευμα ολόκληρο μου πήρε. Κι όταν τέλειωσα είπα να του δώσω τίτλο. Το πιο δύσκολο από όλα. Ακόμα δυσκολεύομαι. Το ονόμασα «ΜΑΙΡΗ ΝΤΑΛΚΑΝ» από το όνομα της κατατρεγμένης ηρωίδας που δε βρήκε ποτέ σωτηρία και αυτοκτόνησε αφού πρώτα πέθανα και όλους τους συγγενείς της και έσβησα το γενεαλογικό της δέντρο από το χάρτη της ανθρωπότητας. Περήφανη για το κατόρθωμα μου έραψα με κόκκινη κλωστή τις άκρες από τις λευκές σελίδες και το αυτοσχέδιο, χειροποίητο βιβλιαράκι μου τοποθετήθηκε στο μπαούλο με τα αναμνηστικά. 
Το διήγημα όμως γρήγορα το βαρέθηκα κι είπα να δοκιμάσω την τύχη μου στην ποίηση. Άμετρος λόγος, χωρίς ρίμα και μέτρο. Έκλεινα τα μάτια, σκεφτόμουν λέξεις κι έγραφα. Αυτόματη γραφή. Γέμιζα τετράδια με ιδέες επαναστατικές, αισιόδοξες εικόνες, συμβουλές για ένα καλύτερο κόσμο, βαρύγδουπα συναισθήματα, προτάσεις με στόμφο που είμαι σίγουρη ότι αν με είχε ανακαλύψει το ΚΚΕ τότε θα με είχαν στην πρώτη γραμμή να πουλάω το ριζοσπάστη.
Ποτέ δεν τόλμησα να δείξω σε κανέναν άνθρωπο τα μπλε τετραδιάκια μου. Κρυμμένα παρέμεναν στο μπαούλο, κλειδωμένα με λουκέτο από φόβο μήπως κάποιος παραβιάσει τα μυστικά μου και μάθει τις σκέψεις μου. Όταν μετακόμισα στο Αρκαλοχώρι όπου θα πήγαινα στο λύκειο, το πρώτο που φορτώθηκε στο αυτοκίνητο ήταν «το σεντούκι της σκέψης», το οποίο τοποθετήθηκε και σε περίοπτη θέση μέσα στο σπίτι.
Η συγγραφική μου προσπάθεια συνεχιζόταν με περισσότερο ζήλο ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο που ζούσα μόνη μου οπότε και τίποτα δε με αποσπούσε από το λογοτεχνικό μου οίστρο. Στο σχολείο για πρώτη φορά μας ανέλαβε άντρας φιλόλογος. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που είχα αυτή την τιμή. Και ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ακόμα και τώρα απεχθάνομαι τους άντρες φιλολόγους (ας με συγχωρέσουν οι συνάδελφοι). Τυπικός, αγέλαστος, με λίγα λόγια και πιστός στο πρόγραμμα του υπουργείου δεν είχε τη δυνατότητα αλλά ούτε και τη διάθεση να πει κάτι παραπάνω ή κάτι εκτός προγράμματος. Συναισθηματική νοημοσύνη μηδέν! Και πως γίνεται ένας άνθρωπος να μην έχει συναισθηματική νοημοσύνη και να σου μιλάει για τον Ελύτη ή το Ρίτσο ή να αναλύει τους «Μοιραίους» του Βάρναλη; Τι να κάνουμε όμως! Αυτόν μας έστειλαν και με αυτόν θα πορευόμασταν μέχρι το τέλος του σχολικού έτους. 
Κάποια στιγμή μας μίλησε για ένα σχολικό διαγωνισμό ποίησης που θα γινόταν και μας ζήτησε, αν θέλαμε, να στείλουμε δυο ποιήματα αν βέβαια γνωρίζουμε τι είναι η ποίηση, όπως τόνισε με ειρωνεία. Κανένας δεν απάντησε. Το διάλειμμα τον πλησίασα δειλά και με τρεμάμενη φωνή και χαμηλόφωνα για να μη με ακούσουν και τα άλλα παιδιά του είπα ότι θα ήθελα να δηλώσω συμμετοχή. Συμφωνήσαμε την επόμενη μέρα να του παραδώσω τα δυο ποιήματα καθαρογραμμένα και ευανάγνωστα σε κόλλες Α4 μαζί με ένα σύντομο βιογραφικό με τα στοιχεία μου. 
Όταν πήγα στο σπίτι έγραφα κι έσκιζα όλο το απόγευμα κόλλες μέχρι να πετύχω τον καλύτερο μου γραφικό χαρακτήρα. Στο τέλος τα κατάφερα. Πιο στρογγυλά και όμορφα γράμματα δεν πρέπει να έχω κάνει ποτέ. Τα έβαλα σε ένα φάκελο, έγραψα τα στοιχεία μου και το σφράγισα. Την επόμενη μέρα του τον παρέδωσα με μεγάλη αγωνία. Εκείνος με ενημέρωσε ότι την επόμενη της Πρωτομαγιάς (σαν αύριο δηλαδή) θα ξέραμε τους νικητές. Έπρεπε να περιμένω 4 μήνες. 
Ήμουν παιδί και ήθελα να κερδίζω. Και δεν είχα κερδίσει ποτέ γιατί ποτέ δεν είχα τολμήσει να παίξω. Θα ήμουν όμως ικανοποιημένη και μονάχα με τον αναμνηστικό έπαινο για τη συμμετοχή μου. Μόνο να έχω να λέω ότι κάποτε πήρα μέρος σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό. 
Ο χρόνος είχε παγώσει. Αυτοί οι 4 μήνες δεν έλεγαν να περάσουν. Μετρούσα τις μέρες, τις ώρες. Ζούσα μόνο για εκείνη τη στιγμή. Και επιτέλους έφτασε 2 Μαίου. Κρεμόμουν από τα χείλη του εκείνη τη μέρα στο μάθημα μα αυτός δεν έλεγε τίποτα. Δειλά πάλι τον πλησίασα το διάλειμμα και τον ρώτησα. Έδειξε να ξαφνιάζεται. Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα του μιλούσα. Γρήγορα όμως το «μπάλωσε» και μου ανακοίνωσε ότι ακυρώθηκε ο διαγωνισμός γιατί δεν είχε μεγάλη συμμετοχή και αποχώρησε βιαστικά για το γραφείο.
Η λέξη «απογοήτευση» νομίζω ότι δεν είναι ικανή να περιγράψει το συναίσθημα μου. Για πολλές μέρες απλά προχωρούσα και έσερνα τη ματαίωση μου. Ήμουν παιδί και ήθελα να «κερδίσω». Να κερδίσω τη χαρά της συμμετοχής, ένα χάρτινο ενθύμιο ή ακόμα και την ψευδαίσθηση ότι ήμουν θαρραλέα και τόλμησα να ανοίξω τα κιτάπια μου και να δείξω την ψυχή μου.
Ευτυχώς τα παιδιά ξεχνούν γρήγορα κι όσο κι αν απογοητεύονται βρίσκουν τρόπο να επιβιώσουν χρησιμοποιώντας τη λήθη. Η χρονιά πέρασε, ήρθε το Καλοκαίρι, τέλειωσε κι αυτό και μια νέα σχολική χρονιά ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον λόγω εφηβικής αφέλειας και αθωότητας.
Ετοιμαζόμουν να μπω στην τάξη. Φορούσα τα καινούρια μου σχολικά ρούχα, καθαρά και καλοσιδερωμένα και το καλύτερο μου χαμόγελο. Και καθώς κατευθυνόμουν για το Β1 το μάτι μου έπεσε σε μια στοίβα από έγραφα πεταμένα σε ένα κάδο έξω από την αίθουσα. Ένας λευκός σκισμένος φάκελος με ολοστρόγγυλα γράμματα βρισκόταν στην κορυφή του βουνού με τα έγγραφα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή. Πλησίασα, πήρα στα χέρια μου το λευκό φάκελο και τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν ο φάκελος με τα ποιήματα μου που ποτέ δε βρήκε τον παραλήπτη του γιατί ποτέ δεν εστάλη. Η ποίηση μου στα σκουπίδια.
Εκείνος ο καθηγητής δεν εμφανίστηκε ξανά στο σχολείο. Είχε πάρει μετάθεση στο Ηράκλειο. Τον συνάντησα κάποτε σε μια διάλεξη για τον Καβάφη. Ήταν από τους βασικότερους ομιλητές. Και θυμάμαι να λέει ότι πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ποιητές και όταν μπαίνουμε σε μια τάξη να μπορούμε να οσφριζόμαστε τα παιδιά που μπορεί να γράφουν και να τους δίνουμε ένα χέρι να προχωρήσουν. 
Σηκώθηκα από τη θέση μου και αποχώρησα κοιτώντας τον με ένα ειρωνικό μειδίαμα αυτή τη φορά. Το καλό μου χαμόγελο το κράτησα για όλους εκείνους που τα λόγια τους συνάδουν με τα έργα τους. Και πέταξα στα σκουπίδια το βιβλίο για τον Καβάφη που η επιμέλεια ήταν δική του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου